ἄξενος

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄξενος Medium diacritics: ἄξενος Low diacritics: άξενος Capitals: ΑΞΕΝΟΣ
Transliteration A: áxenos Transliteration B: axenos Transliteration C: aksenos Beta Code: a)/cenos

English (LSJ)

Ion. and poet. ἄξεινος, ον,
A inhospitable, of persons, opp. πολύξεινος, Hes. Op.715; ἀνὴρ ξένοισιν ἄξενος E.Fr.736; ἄ. καὶ ἄγριον Pl.Sph.217e; of places, ὅρμος S.Ph.217 (lyr.); γῆ, στέγη, E.IT94, Cyc.91: Comp. and Sup. ἀξενώτερος, ἀξενώτατος, Id.Alc.556, Med.1264.
II Ἄξεινος (sc. πόντος) the Axine, afterwds. called the Euxine, Pi.P.4.203, E. Andr.793 (lyr.); in full, πόρος, πόντος Ἄξεινος, Id.IT253,341.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ép., jón. ἄξεινος Hes.Op.715
1 no hospitalario de pers. op. πολύξεινος Hes.Op.715, ἁνὴρ ... ξένοισιν ἄξενος E.Fr.736
no acorde con las leyes de la hospitalidad, incivil ἄ. καὶ ἄγριος Pl.Sph.217e, cf. E.Alc.556
de lugares inhóspito γῆ E.IT 94, στέγη E.Cyc.91, κονίστραι Call.Fr.328, ἤθη Philostr.VA 6.12, οὖρος Nonn.D.5.324, cf. E.Med.1264, Luc.VH 1.35, ναὸς ἄξενον ... ὅρμον puerto sin naves S.Ph.217, ἄ. Φᾶσις Theoc.13.75.
2 Ἄξεινος (e.d. πόντος) el Mar Negro del persa aḫšainanegro’ interpretado como inhospitalario y llamado más tarde por eufemismo Εὔξεινος hospitalario ἐπ' Ἀξείνου στόμα ... ἤλυθον Pi.P.4.203, tb. πόντος ἄ. E.IT 341, cf. A.R.2.984, Orph.A.85, Luc.Tox.3, ἄ. πόρος E.IT 253, ἄ. ὑγρά E.Andr.793.
3 que no tiene quien le hospede Hsch.

German (Pape)

[Seite 269] ion. u. poet. ἄξεινος, nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ ἄγριος Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, ὅρμος Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inhospitalier ; périlleux pour les navigateurs.
Étymologie: , ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ἄξενος: ион. ἄξεινος 2 негостеприимный (μηδὲ πολύξεινος μηδ᾽ ἄξεινος Hes.; ὅρμος Soph.; γῆ Eur.): ὁ Ἄξεινος (πόντος) Pind., Eur. Аксинский понт, т. е. Черное море (впосл. Εὔξεινος πόντος Эвксинский понт).

Greek (Liddell-Scott)

ἄξενος: Ἰων. καὶ ποιητ. ἄξεινος, ον, ἀφιλόξενος, ἐπὶ προσώπων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πολύξεινος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 713· ἀνὴρ ξένοισιν ἄξ. Εὐρ. παρὰ Στοβ. 621. 4· ἄξ. καὶ ἄγριον Πλάτ. Σοφ. 217Ε: ἐπὶ τόπων, ὅρμος Σοφ. Φ. 217· γῆ, στέγη Εὐρ. Ι. Τ. 94, Κύκλ. 91: ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, -ώτατος. ὁ αὐτ. Ἄλκ. 556, Μήδ. 1264. ΙΙ. Ἄξεινος (ἐνν. πόντος) ὁ μετὰ ταῦτα κληθεὶς Εὔξεινος (Euxeinus qui nunc Axenus ille fait, Ὀβ.), Πινδ. Π. 4. 362· Ἄξενος ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 794· καὶ μετὰ τῶν οὐσιαστ. πόρος, πόντος ἄξενος Εὐρ. Ι. Τ. 253, 341: ― πρβλ. ἐπιδρομή, συμπληγάς.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄξενος, -ον, ιων. κ. ποιητ. ἄξεινος, -ον)
αφιλόξενος
αρχ.
‘Αξεινος (ενν. πόντος)
αυτός που ονομάστηκε Εύξεινος κατ' ευφημισμόν (Πίνδαρος, Ευριπίδης).

Greek Monotonic

ἄξενος: Ιων. και ποιητ. ἄ-ξεινος, -ον,
I. φιλόξενος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ησίοδ., Πλάτ.· λέγεται για τόπους, σε Σοφ., Ευρ.· συγκρ. και υπερθ. -ώτερος, -ώτατος, σε Ευρ. II.Ἄξεινος ή Ἄξενος (ενν. πόντος), ο Άξενος, μεταγεν. αποκαλούμενος Εύξεινος (Eixeinus qui nunc Axenus ille fuit, σε Οβίδ.), σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

inhospitable, of persons, Hes., Plat.; of places, Soph., Eur.:—comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Eur.

English (Woodhouse)

desolate, inhospitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

inhospitable

Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig