λυροποιός

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ὁ,

   A lyre-maker, And.1.146, Pl.Euthd. 289b, 289d, Cra.390b, Anacr.30 (codd. Heph., μυρο- Bgk. from Poll.7.177).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς ποιητής, Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de lyres, luthier.
Étymologie: λύρα, ποιέω.

Greek Monolingual

λυροποιός, ὁ (ΑM)
μσν.
λυρικός ποιητής
αρχ.
κατασκευαστής λυρών.

Greek Monotonic

λῠροποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής λύρας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λῠροποιός: ὁ мастер, изготовляющий лиры Plat.

Middle Liddell

λῠρο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a lyre-maker, Plat.