ὁλμοποιός

Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of mortars, Arist.Pol. 1275b28.

German (Pape)

[Seite 324] Mörser machend, Arist. pol. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὅλμους, ἰγδία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de mortiers.
Étymologie: ὅλμος, ποιέω.

Greek Monolingual

ὁλμοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + -ποιός].

Greek Monotonic

ὁλμοποιός: (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁλμοποιός: ὁ мастер, делающий ступки Arst.

Middle Liddell

ὁλμο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a maker of mortars, Arist.