ὁλμοποιός

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλμοποιός Medium diacritics: ὁλμοποιός Low diacritics: ολμοποιός Capitals: ΟΛΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: holmopoiós Transliteration B: holmopoios Transliteration C: olmopoios Beta Code: o(lmopoio/s

English (LSJ)

ὁ, mortar-maker, maker of mortars, Arist.Pol. 1275b28.

German (Pape)

[Seite 324] Mörser machend, Arist. pol. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de mortiers.
Étymologie: ὅλμος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁλμοποιός:мастер, делающий ступки Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὅλμους, ἰγδία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 2.

Greek Monolingual

ὁλμοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + -ποιός].

Greek Monotonic

ὁλμοποιός: (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁλμο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a maker of mortars, Arist.