ες,
A brave. Adv. -δῶς LXX 2 Ma.10.35.
ἀρρενώδης: -ες, (εἶδος), ἀνδρικός, γενναῖος, ὡς ἐπίρρ. -δῶς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ι΄, 35.).