Ελευσίνιος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
-α, -ο (AM Ἐλευσίνιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια
τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιος
επίκληση του Διός στην Ιωνία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐλευσινία
επίκληση της Δήμητρας και της Περσεφόνης
3. το ουδ. ως ουσ. το Ἐλευσίνιον
ναός της Δήμητρας και της Περσεφόνης.