Ελευσίνιος

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-α, -ο (AM Ἐλευσίνιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια
τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.Ἐλευσίνιος
επίκληση του Διός στην Ιωνία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐλευσινία
επίκληση της Δήμητρας και της Περσεφόνης
3. το ουδ. ως ουσ. το Ἐλευσίνιον
ναός της Δήμητρας και της Περσεφόνης.