θηλαμών
English (LSJ)
όνος, ἡ,= θηλάστρια, Sophr.43, Thespis4.2, Lyc.31; prob. for θηλονάς, Plu.2.278d.
German (Pape)
[Seite 1207] όνος, ἡ, säugend, milchend, Sophr. bei Ath. VII, 288 a; die Amme, Lycophr. 31.
Greek (Liddell-Scott)
θηλᾰμών: -όνος, ἡ, = θηλάστρια, Σωφρόν. παρ’ Ἀθην. 288 Α, Θέσπις παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 675, Λυκόφρ. 31· ἴσως γραπτέον θηλαμόνας ἀντὶ θηλονὰς ἐν Πλουτ. 2. 278D· πρβλ. θηλαμινός.
Greek Monolingual
θηλαμών, ἡ (Α)
θηλάστρια, βυζάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. ενεργ. αορ. θηλάσαι, πιθ. κατά τα τελάσαι > τελαμών.