εὐμίμητος

Revision as of 14:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A easily imitated, Pl.R.605a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμίμητος: ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à imiter.
Étymologie: εὖ, μιμέομαι.

Greek Monotonic

εὐμίμητος: [ῑ], -ον, αυτός που εύκολα μπορεί να μιμηθεί κάποιος, ευκολομίμητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμίμητος: (ῑ) легко воспроизводимый, которому легко подражать (ἦθος Plat.).

Middle Liddell

εὐ-μί¯μητος, ον
easily imitated, Plat.