πρβλ

From LSJ
Revision as of 13:06, 16 March 2019 by Spiros (talk | contribs)

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek

παράβαλε, πρβλ, πρβλ., πβ, πρβ, πρβ., κοίταξε συγκριτικά και σ' εκείνο το σημείο, ανάτρεξε, σύγκρινε

English

compare, compare to, compare with, confer, cf., cf

Latin

confer, cf., cf, conferatur