συνοφρυωμένος

From LSJ
Revision as of 05:58, 26 September 2019 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής. Αρχαία: συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη ή ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη. Συνώνυμο: σύνοφρυς. Βλέπε επίσης: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Ετυμολογία: σύν, ὀφρύς.