ὀφρύς

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

German (Pape)

[Seite 428] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 ὀφρῦς (vgl. die Braue, ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die Augenbraue; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. νεύω); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε, Il. 14, 236; ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Teil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς ὀφρῦς συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων νέφος, wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς ὀφρῦς ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς ὀφρῦς αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς ὀφρῦς Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς ὀφρῦς, Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς ὀφρῦς εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete Rand, Hügelrand, Hügel; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς ὀφρῦς τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N.T. u. a. Sp. (vgl. ὀφρύη). – Der acc. ὀφρύα statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, ὀφρῦς Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, εὔοφρυς u. ä.]

French (Bailly abrégé)

ὀφρύος (ἡ) ; acc. ὀφρύν, rar. ὀφρύα, acc. pl. ὀφρῦς;
I. sourcil : τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer ou contracter les sourcils d'un air menaçant ou sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d'un air hautain ou menaçant;
II. fig. 1 gravité, majesté;
2 en mauv. part emphase;
III. hauteur escarpée, colline ou montagne abrupte, escarpement.
Étymologie: cf. skr. bhru « sourcil ».

Russian (Dvoretsky)

ὀφρύς: ύος ἡ (в nom. и acc. sing. ῡ) (acc. ὀφρύν - поздн. ὀφρύα; acc. pl. ὀφρύας и ὀφρῦς)
1 бровь: τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν Arph. нахмурить брови, насупиться; τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν Eur. (тж. ἀνασπᾶν Arph. или ἀνατείνειν Luc.) высокомерно поднимать брови; τὰς ὀφρῦς καταβάλλειν, λύειν или μεθιέναι Eur. разглаживать брови, прояснять чело; ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Pind. весело смеяться;
2 важность, торжественность: ῥήματα ὀφρῦς ἔχοντα Arph. высокопарные слова;
3 гордыня, спесь (ἡ ὀ. καὶ ὁ τῦφος Anth.);
4 приподнятый край, гребень или круча (αἱ ὀφρῦς τῶν λόφων Polyb.): ἐπ᾽ ὀφρύσι Καλλικολώνης Hom. на склонах Калликолоны; ἡ ὀ. τοῦ ποταμοῦ Polyb. высокий берег реки.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφρύς: -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Tiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. ὀφρύς, -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. ὀσφύς· ἀλλὰ ῠ, εὔοφρυς, λεύκοφρυς, κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος οὖτα Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ δεξιά, ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· συχνάκις ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε νεῦμα νὰ μὴ …, Ι. 468· οὕτως, ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, μάλιστα δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς οἴμοι λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. ὀφρυόομαι), Δημ. 442, 11· οὕτως, οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω κάτω βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν ὑπὲρ αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν αὐτόθι 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τοὐναντίον: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. τοξοποιέω)· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς Πλάτων Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν ὡσαύτωςἕδρα τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων νέφος Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν αὐτοῦ αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, καταφρόνησις, ὑπεροψία, Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ μετὰ ἀποκρήμνου πλευρᾶς, ἀπόκρημνος βράχος, κρημνός, Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη ἀπότομος ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον ὀφρύη, ὃ ἴδε, πρβλ. ὀφρυάω, ὀφρυόεις, ὀφρυώδης. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ ἔπαρσις, ὑπερηφανία».

English (Autenrieth)

ύος, pl. acc. ὀφρῦς: brow, Il. 9.620; fig., of a hill, Il. 20.151.

English (Slater)

ὀφρύς (ἡ)
   a eyebrow, eye ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρᾰϊ (P. 9.38)
   b met., brow of a hill. τὰ δ' ὑπ ὀφρᾰϊ Παρνασσίᾳ ἕξ (O. 13.106)

English (Thayer)

(ὀχετός) ὀχετου, ὁ,
1. a water-pipe, duct.
2. the intestinal canal: WH (rejected) marginal reading (others, ἀφεδρών).]

Greek Monolingual

η (Α ὀφρῦς και ὀφρύς)
1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που το καλύπτει, το φρύδι
2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» — το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η χαρακτηριστική καμπύλη ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο μέρος του, δηλ. την κορυφή, από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του
2. στρ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή ολόκληρο το έδαφος μέχρι τις υπώρειες
3. ναυτ. νέφος με σκούρο χρώμα που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή καταιγίδα
4. ωκεαν. η γραμμή στην οποία περατώνεται προς τα επάνω η χαίτη κάθε κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το μήκος του
5. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας ορχιδίδες
αρχ.
1. καταφρόνηση, έπαρση, υπεροψία
2. κρηπίδωμα, ανάχωμα («ὀφρὺς ἀπότομος», Πολ.)
3. απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῦ», πάπ.)
4. επιστύλιο
5. (κατ' επέκτ.) η παραλία («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο», Απολλ. Ρόδ.)
6. είδος φυτού
7. συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρ. νεύω προκειμένου να δηλωθεί συναίσθημα, ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή συναίνεση σχετικά με κάποιο συμβάν (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», Ομ. Οδ.
β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν», Αριστοφ.
γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά», Αριστοφ.)
8. φρ. «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — χαλαρώνω τα φρύδια μου, ηρεμώ ή αποκτώ χαρούμενη έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀφρύς ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhrū- «φρύδι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. bhrūh, αρχ. ιρλδ. forbru, αγγλοσαξ. brū (πρβλ. αγγλ. brow, γερμ. Braue), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (πρβλ. αρχ. σλαβ. brŭvi, λιθουαν. bruvis, αρχ. νορβ. brūn, αβεστ. brvat-, μακεδονικό ἀβροῦτες
ὀφρῦς). Το αρκτικό ὀτου τ. ὀφρύς αποτελεί, κατά μία άποψη, προθεματικό φωνήεν (πρβλ. και τον τ. ἀβροῦτες). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η οποία στηρίζεται στην παρουσία σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (πρβλ. αγγλ. eyebrow, γερμ. Αugebrauen), η λ. ὀφρύς (< ὀπφρυς) είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ὀπ του ὄπωπα (πρβλ. όμμα). Η λ. ὀφρύς απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀφρυάδας, Ὄφρυλλος και πιθ. στο μυκηναϊκό reukoroopu2ru = Λευκό-οφρυς.
ΠΑΡ. αρχ. οφρυάζω, οφρυαία, οφρυγνά, οφρύη, οφρυόεις, οφρυούμαι, οφρυώ, οφρυώδης
μσν.
οφρύδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ὀφρυανασπασίδης, ὀφρύκνηστον, ὀφρυόσκιος. (Β' συνθετικό) λεύκοφρυς, σύνοφρυς
αρχ.
ἀντόφρυς, δάσοφρυς, ἔνοφρυς, εύοφρυς, ίσοφρυς, κυάνοφρυς, λασίοφρυς, λυκόφρυς, μελάνοφρυς, μέσοφρυς, μίξοφρυς, υπέροφρυς, χρύσοφρυς.

Middle Liddell


I. the brow, eyebrow, Lat. supercilium, mostly in pl., the brows, Hom.; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, i. e. ἐπένευσε ὀφρύσι, nodded assent, Il.; ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ made a sign not to do, Od.: used in phrases to denote grief, scorn, pride, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν Ar.; ὀφρῦς ἐπαίρειν Eur., etc.; τὰς ὀφρῦς συνάγειν to knit the brows, frown, Ar.:—on the other hand, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς to let down or unknit the brow, Eur.
2. ὀφρύς alone, like Lat. supercilium, scorn, pride, Anth.
II. the brow of a hill, a beetling crag, Il., etc.

Mantoulidis Etymological

-ύος ἡ (=φρύδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει ὄχθη, χεῖλος μέ τό ὀ προθεματικό, πρβ. ἀγγλ. brow = ὀφρύς.
Παράγωγα: ὀφρυάζω (=κάνω νεῦμα μέ τά φρύδια), ὀφρυόεις (=ἀπόκρημνος), ὀφρυώδης, ὀφρύη (=βράχος).

Translations

Afrikaans: wenkbrou; Albanian: vetull; Arabic: حَاجِب‎; Egyptian Arabic: حاجب‎; Aragonese: cella, zella; Armenian: ունք, հոնք; Aromanian: sprindzeanã, sufrãmtseauã, dzeanã; Assamese: চেলাউৰি; Asturian: ceya; Azerbaijani: qaş; Bakhtiari: برگ‎; Baluchi: بروان‎; Bashkir: ҡаш; Basque: bekain; Bau Bidayuh: koning; Belarusian: брыво́; Bengali: ভুরু; Bikol Central: kiray; Bulgarian: ве́жда; Burmese: မျက်ခုံး; Catalan: cella; Cebuano: kilay; Central Dusun: kudou; Central Melanau: likau; Chinese Cantonese: 眼眉, 眼眉毛; Mandarin: 眉毛, 眼眉; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxcuahmōlli; Coptic: ⲙⲉϫⲉⲛϩ; Cornish: abrans; Corsican: sopracigliu; Crimean Tatar: qaş; Czech: obočí; Dalmatian: čeja; Danish: øjenbryn; Dhivehi: އައިބްރޯ‎; Dupaningan Agta: kiray; Dutch: wenkbrauw; Elfdalian: ogenbråin; Esperanto: brovo; Estonian: kulmud; Faroese: eygnabrún, eygnabrúgv; Finnish: silmäkulma, kulma, kulmakarvat; French: sourcil; Friulian: cee, sorecee; Galician: sobrecella; Georgian: წარბი; German: Braue, Augenbraue; Alemannic German: Augbraame; Greek: φρύδι; Ancient Greek: ὀφρύς; Greenlandic: qallu; Guaraní: tyvyta; Hebrew: גַּבָּה‎; Hindi: अब्रू, भव; Hungarian: szemöldök; Icelandic: augabrún; Ido: brovo; Indonesian: alis; Inuktitut: ᖃᓪᓗ; Iranun: kirai; Irish: mala, fabhra; Italian: sopracciglio; Japanese: まゆ, 眉, まゆ毛, 眉毛; Kalmyk: күмсг; Kazakh: қас; Khmer: ចិញ្ចើម; Kimaragang: kudou; Korean: 눈썹; Kurdish Central Kurdish: بِرۆ‎; Northern Kurdish: birû; Kyrgyz: каш; Lao: ຄິ້ວ; Latgalian: izacs; Latin: supercilium; Latvian: uzacs; Lezgi: рацӏан; Lithuanian: antakis; Lotud: kudou, kiar; Luxembourgish: Aperhoer; Macedonian: веѓа; Malay: kening, bulu kening, alis, kirai; Maltese: ħaġeb; Manchu: ᡶᠠᡳᡨᠠᠨ; Manx: mollee; Maori: pewa; Mazanderani: بلفه‎; Meriam: iraw; Mongolian: хөмсөг; Navajo: anátʼéézh, anátsʼiin; Nepali: आँखीभौं; Ngazidja Comorian: nɗazi; Norman: soucile; Norwegian Bokmål: øyebryn, øyenbryn; Nynorsk: augebryn, augnebryn, augebrun, augnebrun; Occitan: ussa; Old Church Slavonic Cyrillic: брꙑ; Old English: oferbrū; Ossetian: ӕрфуг, ӕрфыг; Ottoman Turkish: ابرو‎, حاجب‎, قاش‎; Pashto: وروځه‎; Persian: ابرو‎, برو‎; Polish: brew; Portuguese: sobrancelha; Romanian: sprânceană, arcadă; Romansch: survantscheglia; Rungus: sambakon; Russian: бровь; Sabah Bisaya: kirai; Sami Inari: čalmekulme; Northern: gulbmi, gulbmeguolga; Skolt: čâʹlmmkuʹlmm; Southern: haermie; Sardinian: chíciu, cígiu; Scottish Gaelic: mala; Sebop: likau; Serbo-Croatian Cyrillic: обрва, веђа; Roman: obrva, veđa; Sicilian: supraccigghiu; Slovak: obočie; Slovene: obrv; Sorbian Lower Sorbian: wobwóco, wobwócyjo; Upper Sorbian: brjowka; Southern Altai: каш; Spanish: ceja; Swedish: ögonbryn; Tagal Murut: kurou; Tagalog: kilay; Tajik: абрӯ; Tamil: புருவம்; Tatar: каш; Telugu: కనుబొమ; Thai: ภมุ, คิ้ว; Tibetan: མིག་སྤུ; Timugon Murut: ruru; Tiwi: alangarrika, alangurrupwanga; Tocharian A: pärwāṃ; Tocharian B: pärwāne; Tok Pisin: gras bilong ai; Turkish: kaş; Turkmen: gaaş; Tuvan: хавак кирбии; Ukrainian: бро́ва; Urdu: ابرو‎; Uyghur: قاش‎; Uzbek: qosh; Vietnamese: lông mày; Volapük: logabob; Waray-Waray: kiray; Welsh: ael, aeliau; West Coast Bajau: kirei; West Frisian: eachbrau, winkbrau, wynbrau; White Winnebago: ceexahį; Yakut: хаас; Yiddish: ברעם‎; Zazaki: birwe; Zhuang: bwnda

escarpment

Estonian: järsakkaljusein, eskarp; Finnish: eskarppi, kallioseinämä; French: escarpement; Galician: escarpa; German: Steilhang, Böschung, Abhang; Greek: γκρεμός, κρημνός, βάραθρο; Ancient Greek: ἀκροτομία, κρημνός, ὀφρύς, ὀφρῦς; Irish: scairp; Macedonian: косина; Russian: откос; Spanish: escarpadura, escarpa, escarpe; Welsh: tarren, sgarp