magnet
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. λίθος Ἡρακλεία, ἡ (Plato, Ion, 533D), λίθος Ἡρακλεῶτις, ἡ (Plato, Ion, 535E), V. Μαγνῆτις λίθος, ἡ (Eur., Fragment), Λυδία λίθος, ἡ (Soph., Fragment).
P. λίθος Ἡρακλεία, ἡ (Plato, Ion, 533D), λίθος Ἡρακλεῶτις, ἡ (Plato, Ion, 535E), V. Μαγνῆτις λίθος, ἡ (Eur., Fragment), Λυδία λίθος, ἡ (Soph., Fragment).