кладбище
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Russian > Greek
ἀποθήκη σωμάτων, κοιμητήριον, νεκροδοχεῖον, νεκρία, νεκρών, σακός, σηκός, τάφια, τόπος, πολυάνδριον