τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
παραιωρέομαι ;; κρήμναμαι ;; ἐπιφύομαι ;; γλίχομαι ;; συμπροσίσχομαι ;; κρέμαμαι ;; συμφύω