астролог
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Russian > Greek
ἀποτελεσματολόγος, ἀστεροσκόπος, ἀστροδίφης, ἀστρολόγος, ἀστρόμαντις, γαζαρηνός, γενεθλιαλόγος, γενεθλιακός, γενεσιαλόγος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, μετεωροσοφιστής, ὡρολόγος, ὡροσκόπος