μαθηματικός

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθημᾰτῐκός Medium diacritics: μαθηματικός Low diacritics: μαθηματικός Capitals: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mathēmatikós Transliteration B: mathēmatikos Transliteration C: mathimatikos Beta Code: maqhmatiko/s

English (LSJ)

μαθηματική, μαθηματικόν,
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti.88c.
II scientific, τὸ μαθηματικὸν εἶδος Id.Sph.219c; esp. mathematical, μαθηματικός, ὁ, mathematician, Arist.Ph.193b31, EN1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ μαθηματική (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph.1026a14; αἱ μαθηματικαί ib.26; φιλοσοφία μαθηματική ib.19; τὰ μαθηματικά = mathematics, Id.EN1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph.1076a17; γραμμὴ μαθηματική = a mathematical line, opp. γραμμὴ φυσική, Id.Ph.194a11; κύκλοι μαθηματικοί Id.Metaph. 1036a4; ἁρμονικὴ ἥ τε μαθηματικὴ καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo.79a1: Comp. μαθηματικωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph.992b2. Adv. μαθηματικῶς ib.995a6, Str.2.5.1, etc.
2 astronomical, οἱ μαθηματικοὶ κανόνες Plu.2.974f; ἡ μαθηματική = astronomy, S.E.M.5.104.
b astrological, ἡ μαθηματικὴ τέχνη Sallust.9, cf. Gal. 19.529; ὁ μαθηματικός = astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.
3 among the Pythagoreans, οἱ μαθηματικοί (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mathématiques ; τὰ μαθηματικά, les mathématiques ; ὁ μαθηματικός, mathématicien.
Étymologie: μάθημα.

German (Pape)

zum Lernen gehörig, lernbegierig, wie Plat. Tim. 88b vrbdt τὸν μαθηματικὸν ἤ τινα ἄλλην σφόδρα μελέτην διανοίᾳ κατεργαζόμενον; Arist. und A. – Bes. = die Mathematik betreffend, die selbst ἡ μαθηματική, sc. τέχνη, heißt, wie ὁ μαθηματικόςder der Mathematik kundig ist, Arist. Eth. 6.8 und Folgde; später auch = Astrolog, S.Emp. adv. math. 4.34. – Auch adv.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθημᾰτικός:
1 познающий, успевающий, восприимчивый (ζῷον Arst.);
2 математический (γραμμή, κύκλος Arst.);
3 астрономический (κανόνες Plut.).
II
1 сведущий в математических науках, математик Arst.;
2 звездочет, астролог Sext.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθημᾰτικός: -ή, -όν, πρόθυμος νὰ μάθη, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ὁ ἔχων φύσιν δεξιὰν εἰς τὸ μανθάνειν, ὡς τὸ μαθητικός, Πλάτ. Τίμ. 88Β· τὰ μαθηματικώτερα [τῶν ζῴων] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 2. II. ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ἐπιστήμας, ἰδίως εἰς τὰ μαθηματικά· μαθηματικός, ὁ, ὡς καὶ νῦν ὁ καταγινόμενος εἰς τὰ μαθηματικά, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 2, 1, Ἠθ. Ν. 6. 8, 6· ἡ -κὴ (μετὰ τῆς λέξ. ἐπιστήμηἄνευ αὐτῆς), τὰ μαθηματικά, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 8 κἑξ., κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, τὰ μαθηματικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 8, 15· - γραμμὴ μαθ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γρ. φυσική, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 2, 4· κύκλος μ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 17, πρβλ. 5. 1, 9· οὕτως ἁρμονικὴ ἥ τε μαθ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 8. - ἐν Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 1-3, ὁ Ἀριστ. ἀμφισβητεῖ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πλάτωνος ὅτι αἱ ἀφῃρημέναι αὖται μαθηματικαὶ ἔννοιαι εἶναι πραγματικαὶ ὀντότητες. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ΕΛΑΤΤ.) 3, 2., 12. 6, 10. 2) ἰδίως ἀστρονομικός, οἱ μ. κανόνες Πλούτ. 2. 974F· ἡ -κή, ἀστρονομία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 104. β) ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις ὡσαύτως ἀστρολογικός, καὶ ὁ μαθηματικὸς = ἀστρολόγος, Πορφ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 237D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 4 ἐν τέλ., 5. 1 καὶ 2· οὕτω mathematici = Χαλδαῖοι, πρβλ. Ἰουβεν. 10. 94 πρὸς 14. 248, Τακίτ. Ἱστ. 1. 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, -ή, -όν) μάθημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική
(ενν. επιστήμη) τα μαθηματικά
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μαθηματικός
αυτός που σπούδασε και διδάσκει αυτή την επιστήμη
νεοελλ.-μσν.
1. (για ομιλία) καλλιεργημένος
2. ικανός, έμπειρος
μσν.
το αρσ. ως ουσ. α) λόγιος
β) αστρονόμος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση
2. αυτός που αγαπά τη μάθηση
αρχ.
1. αστρονομικός («oἱ μαθηματικοὶ κανόνες» — οι αστρονομικές διαιρέσεις του χρόνου, Πλούτ.)
2. αστρολογικός
3. το αρσ. ως ουσ. ο αστρολόγος
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαθηματικοί
(στην Πυθαγόρεια Σχολή) οι προχωρημένοι μαθητές.
επίρρ...
μαθηματικώς (AM μαθηματικῶς)
νεοελλ.
από μαθηματική άποψη
μσν.-αρχ.
με προθυμία για μάθηση.

Greek Monotonic

μᾰθημᾰτικός: -ή, -όν,
I.διατεθειμένος για μάθηση, σε Πλάτ.
II. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα μαθηματικά, μαθηματικός, , μαθηματικός (επιστήμονας), σε Αριστ.· τὰ μαθηματικά, τα μαθηματικά, η μαθηματική επιστήμη, στον ίδ.
2. αστρονομικός, αυτός που ανήκει στην επιστήμη της αστρονομίας, οἱ Μαθηματικοί = οι Χαλδαῖοι, σε Ιουβεν.

Middle Liddell

μᾰθημᾰτικός, ή, όν [from μάθημα
I. disposed to learn, Plat.
II. mathematical:— μαθηματικός, οῦ, a mathematician, Arist.; τὰ μαθηματικά mathematics, Arist.
2. astronomical, mathematici = Chaldaei, Juven.

Translations

mathematical

Arabic: رِيَاضِيّ‎; Armenian: մաթեմատիկական; Asturian: matemáticu; Belarusian: матэматы́чны; Bulgarian: математически; Catalan: matemàtic; Cornish: mathematigel; Czech: matematický; Danish: matematisk; Dutch: wiskundig; Esperanto: matematika; Finnish: matemaattinen; French: mathématique; Georgian: მათემატიკური; German: mathematisch; Ancient Greek: μαθηματικός; Hungarian: matematikai; Icelandic: stærðfræðilegur; Ido: matematikala; Irish: matamaiticiúil; Italian: matematico; Kazakh: математикалық; Latin: mathēmaticus; Medieval Latin: mathēmaticālis; Latvian: matemātisks; Lithuanian: matematinis; Macedonian: математички; Maltese: matematiku; Middle English: mathematical; Norwegian Bokmål: matematisk; Nynorsk: matematisk; Polish: matematyczny; Portuguese: matemático; Romanian: matematic; Russian: математический; Scottish Gaelic: matamataigeach; Slovak: matematický; Slovene: matematični; Spanish: matemático; Swedish: matematisk; Tagalog: sipnayin, sipnayanin; Ukrainian: математи́чний; Volapük: matematik; Welsh: mathemategol

mathematician

Albanian: mathematikan; Arabic: رِيَاضِيّ‎; Armenian: մաթեմատիկոս; Azerbaijani: riyaziyyatçı; Basque: matematikari; Belarusian: матэматык; Breton: jedoniour; Bulgarian: математик, математичка; Burmese: သင်္ချာပညာရှင်; Catalan: matemàtic, matemàtica; Chinese Mandarin: 數學家/数学家; Czech: matematik, matematička; Danish: matematiker; Dutch: wiskundige, mathematicus; Esperanto: matematikisto, matematikistino; Estonian: matemaatik; Finnish: matemaatikko; French: mathématicien, mathématicienne; Friulian: matematic; Galician: matemático; Georgian: მათემატიკოსი; German: Mathematiker, Mathematikerin; Greek: μαθηματικός; Ancient Greek: μαθηματικός, ἀριθμητικός, λογιστικός; Hebrew: מָתֶמָטִיקַאי‎; Hindi: गणितज्ञ; Hungarian: matematikus; Icelandic: stærðfræðingur; Ido: matematikisto, matematikistulo, matematikistino; Interlingua: mathematico; Irish: matamaiticeoir; Italian: matematico, matematica; Japanese: 数学者; Kazakh: математик; Khmer: អ្នកគណិតសាស្ត្រ; Korean: 수학자; Kyrgyz: математик; Lao: ນັກຄະນິດສາດ; Latin: mathematicus, mathematica; Latvian: matemātiķis, matemātiķe; Ligurian: matemático; Lithuanian: matematikas; Macedonian: математичар, математичарка; Mongolian: математикч; Norwegian Bokmål: matematiker; Nynorsk: matematikar; Occitan: matematician; Old English: rīmcræftiga; Persian: ریاضی‌دان‎; Polish: matematyk, matematyczka; Portuguese: matemático, matemática; Romanian: matematician, matematiciană; Russian: математик; Scots: mathematician; Scottish Gaelic: matamataigear; Serbo-Croatian Cyrillic: матема̀тича̄р, матема̀тича̄рка; Roman: matemàtičār, matemàtičārka; Slovak: matematik, matematička; Slovene: matematik; Spanish: matemático, matemática; Swahili: mwanahisabati; Swedish: matematiker; Tagalog: sipnayanon, maninipnay; Tajik: риёзидон, математик; Thai: นักคณิตศาสตร์; Turkish: matematikçi; Turkmen: matematik; Ukrainian: математик; Uzbek: matematik; Vietnamese: nhà toán học; Volapük: matematan, himatematan, jimatematan