ον,
A without superstition, Adv. -μόνως D.S.38.7: Comp. -έστερον Sor.1.80.
ἀδεισῐδαίμων: -ον, ὁ ἄνευ δεισιδαιμονίας. Κλήμ. Ἀλ. 302. - Ἐπίρρ. -μόνως, Διόδ. Ἐκλογ. 614. 56.