beseech
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. αἰτεῖν (or mid.), παραιτεῖσθαι. ἱκετεύεις δεῖσθαι (gen.), λιπαρεῖν, Ar. and P. ἀντιβολεῖν, V. λίσσεσθαι, ἀντιάζειν, προσπίτνειν, προστρέπειν, προστρέπεσθαι, ἱκνεῖσθαι, ἐξικετεύειν. Ar. and V. ἄντεσθαι.
ask for: P. and V. παραιτεῖσθαι (acc.), προσαιτεῖν (acc.), V. ἐπαιτεῖν (acc.).