portend
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. φαίνειν, σημαίνειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν; see augur.
prophesy: P. and V. μαντεύεσθαι, V. θεσπίζειν; see prophesy.