ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
P. πλεονεκτικός.
personal, private: P. and V. οἰκεῖος, ἴδιος.
for selfish ends: P. δι' ἴδια κέρδη.