πέλαγος
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
εος, τό, gen. pl.
A πελαγέων Hdt.4.85, S.Aj.702 (lyr.), πελαγῶν Th.4.24; Ep. dat. πελάγεσσι (v. infr.):—the sea, esp. high sea, open sea, πέλαγος μέγα Il.14.16, Od.3.179, etc.; ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Hdt.8.60.ά; διὰ πελάγους = out at sea, opp. παρὰ γῆν, Th.6.13: freq. coupled with other words denoting sea, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν Od.5.335; πέλαγος θαλάσσης A.R.2.608; πέλαγος πόντιον, πόντου πέλαγος, Pi.O.7.56, Fr.235; ἅλιον πέλαγος E.Hec.938 (lyr.).
2 of parts of the sea (θάλασσα), freq. with geographical epithet, Αἰγαῖον πέλαγος A.Ag.659, etc., cf. Hdt.4.85 (πέλαγος Αἰγαίας ἁλός E.Tr.88, Men.Pk.379); Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων S.Aj.702(lyr.), cf. Luc.Icar.3; ἐκ μεγάλων πελαγῶν τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Th.4.24.
3 flooded plain, γίνεται πέλαγος Hdt.2.97, cf. 3.117.
II metaph., of any vast quantity, πλούτου πέλαγος Pi.Fr.218; κακῶν πέλαγος = a 'sea of troubles', A.Pers.433; πέλαγος ἀτηρᾶς δύης Id.Pr.746; ἄτης ἄβυσσον πέλαγος Id.Supp.470; κακῶν πέλαγος εἰσορῶ τοσοῦτον ὥστε μήποτ' ἐκνεῦσαι E.Hipp.822(lyr.); ἀληθινὸν εἰς πέλαγος αὑτὸν ἐμβαλεῖς… πραγμάτων Men.65.6; φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος τῶν λόγων Pl.Prt. 338a; φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον S.OC663; of great difficulties, μέγ' ἄρα πέλαγος ἐλαχέτην τι ib.1746 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 548] εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῦ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης θαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυθρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος θαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ θάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσθη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῦ σεισμοῦ ἔφυγε θάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι θῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Übertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Übertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐθηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοθέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε θωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασθαι πελάγη.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 pleine mer ; ἁλὸς πελαγέα OD le plein de la mer, la haute mer ; fig. πέλαγος κακῶν ESCHL, ἄτης ESCHL un océan de maux, un abîme de malheur, etc.
2 particul. une mer (p. opp. à θάλασσα, la mer en gén.) : πέλαγος Αἰγαῖον ESCHL la mer Égée ; τὸ Τυρσηνικὸν πέλαγος, τὸ Σικελικὸν πέλαγος THC la mer de Tyrrhénie, la mer de Sicile.
Étymologie: R. Πλαγ, frapper ; cf. πλήσσω, lat. plango, plaga ; « qui bat le rivage de ses flots ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλαγος -εος, contr. -ους, τό, dat. sing. πελάγεϊ; gen. plur. πελαγέων en -ῶν; ep. dat. plur. πελάγεσσι, zee, m. n. open zee;; πέλαγος γίνεσθαι overstroomd worden Hdt. 2.97.1; overdr. overvloed, zee:; κακῶν zee van ellende Aeschl. Pers. 433; pregn.:; μέγ’ ἄρα πέλαγος ἐλαχετόν τι een zee van ellende is jullie beiden ten deel gevallen Soph. OC 1746; personif. τὸ Πέλαγος Pelagos.
Russian (Dvoretsky)
πέλᾰγος: εος τό
1 море, преимущ. открытое, морской простор: ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Her. и ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης NT в открытом море; πόντων и πόντου π. Pind., ἅλιον и ἁλός π. Eur. открытое море, морская пучина;
2 (в отличие от θάλασσα) (определенное) море (Αἰγαῖον π. Aesch.; τὸ Τυρσηνικὸν π. Thuc.);
3 перен. океан, бездна, безмерность (κακῶν Aesch.; τῶν λόγων Plat.).
English (Autenrieth)
εος: the open, high sea; pl., ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν, ‘in the briny deep,’ Od. 5.335.
English (Slater)
πέλᾰγος (-εϊ, -ος; -εσσι.) (expanse of) the sea φαντὶ οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ (O. 7.56) “ὑγρῷ πελάγει” (P. 4.40) ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν (P. 4.251) δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγεϊ ὑπερόχους (N. 3.23) ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) (N. 4.49) ]δέ μιν ἐν πελ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Wil.: πελ[α]γε[ι] G-H.) Πα. 7B. 46. (δελφῖνος) τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6.
English (Strong)
of uncertain affinity; deep or open sea, i.e. the main: depth, sea.
English (Thayer)
πελαγους, τό (by some (e. g. Lob. Pathol. Proleg., p. 805) connected with παξ, i. e. the 'flat' expanse (cf. Latin aequor); but by Curtius, § 367, et al. (cf. Vanicek, p. 515) with πλήσσω, i. e. the 'beating' waves (cf. our 'plash')), from Homer down;
a. properly, the sea i. e. the high sea, the deep (where ships sail; accordingly but a part of the sea, θάλασσα, Aristotle, Probl. sect. 23quaest. 3 (p. 931{b}, 14 f) ἐν τῷ λιμενι ὀλίγη ἐστιν ἡ θάλασσα, ἐν δέ τῷ πελάγει βαθεῖα. Hence) τό πέλαγος τῆς θαλάσσης, aequor maris (A. V. the depth of the sea; cf. Trench, § xiii.), Apollonius Rhodius, 2,608; πέλαγος αἰγαιας ἁλός, Euripides, Tro. 88; Hesychius πέλαγος ... βυθός, πλάτος θαλάσσης. Cf. Winer's Grammar, 611 (568); (Trench, as above)).
b. universally, the sea: τό πέλαγος τό κατά τήν Κιλικίαν, Passow, under the word πέλαγος, 1; (Liddell and Scott, under I.)).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν
1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα (α. «τον Θεό ευχαριστούσε στού πελάου τη λύσσα εμπρός», Σολωμ.
β. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ.)
2. τμήμα θαλάσσιας έκτασης μικρότερο από τον ωκεανό, που συνήθως χαρακτηρίζεται με επίθετο από παρακείμενη χώρα ή από το όνομα ενός μυθολογικού ήρωα (α. «Κρητικό Πέλαγος» β. «ἐς χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται», Ηρόδ.)
3. μτφ. καθετί υπέρμετρα μεγάλο σε όγκο, σε μέγεθος, σε δυσκολίες, σε πλήθος, σε αφθονία (α. «πελάγη ευτυχίας» β. «ἀφράστων πέλαγος θαυμάτων», Θεοφ. Ομ.
γ. «πλούτου πέλαγος», Πίνδ.)
νεοελλ.
ωκεαν. το σύνολο τών οργανισμών που ζουν μέσα στις θαλάσσιες μάζες, το οποίο υποδιαιρείται σε δύο μεγάλα υποσύνολα, το πλαγκτόν και το νηκτόν
αρχ.
1. μτφ. έξοχο κάλλος («πέλαγος φῂς ἀναφαίνεσθαι κάλλους», Θεμίστ.)
2. μτφ. πεδιάδα ή χώρα που κατακλύζεται από νερά και γίνεται σαν πέλαγος («τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τῆς Αἰγύπτου πέλαγος γίνεται», Ηρόδ.)
3. (σε προσωποποίηση ως θεός) ο πόντος, ο γεννημένος από τη Γη χωρίς τη μεσολάβηση πατέρα
4. φρ. «ἁλὸς πελάγεα» — η επιφάνεια της θάλασσας (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλα-γος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pelә2- «πιάτο, ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πελανός) με επίθημα -gos (πρβλ. τέναγος). Στην ίδια ρίζα με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο ανάγονται το επίθ. πλάγιος και το ουσ. πλά-ξ, -ακός(με άηχη ουρανική παρέκταση). Στην ίδια, τέλος, ρίζα με συνεσταλμένα και το πρώτο και το δεύτερο φωνήεν ανάγονται τα: παλάμη και παλαστή].
Greek Monotonic
πέλᾰγος: -εος, τό, γεν. πληθ. πελαγέων, πελαγῶν· Επικ. δοτ. πληθ. πελάγεσσι·
I. θάλασσα, ιδίως η μεγάλη θάλασσα, ανοιχτή θάλασσα, πέλαγος, ωκεανός, Λατ. pelagus, σε Όμηρ. κ.λπ.· συνάπτεται με άλλες λέξεις που δηλώνουν θάλασσα, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν, (πρβλ. aequora ponti), σε Ομήρ. Οδ.· πόντιον πέλαγος ή πόντου πέλαγος, σε Πίνδ.· ἄλς πελαγία, σε Αισχύλ.· ἅλιον πέλαγος, σε Ευρ.· συχνά λέγεται για τμήματα της θάλασσας, Αἰγαῖον πέλαγος, σε Αισχύλ.· ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, σε Θουκ.
II. μεταφ., λέγεται για κάθε τεράστια ποσότητα, πέλαγος κακῶν, θάλασσα από συμφορές, σε Αισχύλ.· πέλαγος δύης, στον ίδ.· εἰς τὸ πέλαγος τῶν λόγων, σε Πλάτ.· επίσης λέγεται για φοβερές δυσκολίες, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πέλᾰγος: -εος, τό, γεν. πληθ. πελαγέων Ἡρόδ. 4. 85, Σοφ., πελαγῶν Θουκ. 4. 21· ἐπικ. δοτ. πελάγεσσι, ἴδε κατωτ.: - (ἴδε ἐν τέλ.): - ἡ θάλασσα, μάλιστα ἡ ἀναπεπταμένη θάλασσα, τὸ πέλαγος, Λατ. pelagus, πέλαγος μέγα Ἰλ. Ξ. 16, Ὀδ. Γ. 179, κτλ.· ἐν πελάγει ἀναπεπταμένῳ Ἡρόδ. 8. 60, 1· διὰ πελάγους ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ γῆν, Θουκ. 6. 13· - συχν. συνάπτεται μετ’ ἄλλων λέξεων σημαινουσῶν τὴν θάλασσαν, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν (πρβλ. aequora ponti), Ὀδ. Ε. 335· πέλαγος θαλάσσης Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 608· πόντιον π. ἢ πόντου π., Πινδ. Ο. 7. 104, Ἀποσπ. 259· (οὕτως, ἅλς πελαγία Αἰσχύλ. Πέρσ. 427, 467, πρβλ. ἅλς, ἡ)· ἅλιον π., π. ἁλὸς Εὐρ. Ἑκ. 938, Τρῳ. 88. - Προσέτι τὸ πέλαγος ἔχει πρὸς τὸ θάλασσα, ὡς τὸ μέρος πρὸς τὸ ὅλον, καὶ διὰ τοῦτο λαμβάνει ἐπίθ. ἐκ τοῦ ὀνόματος τῶν παρακειμένων χωρῶν, ὡς τὸ πόντος, ὅθεν, Αἰγαῖον π. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, κτλ.· πρβλ. Ἡρόδ. 4. 85· Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων Σοφ. Αἴ. 702· ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Θουκ. 4. 24, κτλ.· οὕτω, τὸ Ἰκάριον (ἐξυπακουομ. τοῦ πέλαγος) Λουκ., κτλ.· - ὁ Ἡρόδ. ὡσαύτως καλεῖ οὕτω καὶ πεδιάδα κατακλυσθεῖσαν, γίνεται πέλαγος 2. 97, πρβλ. 3. 117, καὶ ἴδε πελαγίζω. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μεγάλου ὄγκου ἢ ποσοῦ, πλούτου π. Πινδ. Ἀποσπ. 239· π. κακῶν, μέγα πλῆθος κακῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 433· π. ἀτηρᾶς δύης ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 746· π. ἅτης ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 470· π. εἰσορῶν τοσοῦτον ὥστε μήποτ’ ἐκνεῦσαι Εὐρ. Ἱππ. 822· ἀληθινὸν εἰς π. αὐτὸν ἐμβαλεῖς .. πραγμάτων Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ»1. 6: φεύγειν εἰς τὸ π. τῶν λόγων Πλάτ. Πρωτ. 338Α· - ἐπὶ ἀχανοῦς ἀποστάσεως, μακρὸν τὸ δεῦρο π. οὐδὲ πλώσιμον Σοφ. Ο. Κ. 663· ἐπὶ μεγάλων δυσκολιῶν, μέγ’ ἄρα π. ἐλάχιστόν τι αὐτόθι 1746. ΙΙΙ. προσωποπ. ὡς θεός, συνώνυμ. τῷ Πόντος, γεγεννημένος ἐκ τῆς γῆς ἄνευ πατρός, Ἡσ. Θ. 131, (ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΠΛΑΓ, πλήσσω, διὰ τὴν ὁρμὴν τῆς θαλάσσης, ὁ Λοβ. καὶ ἕτεροι εἰς τὴν √ΠΛΑΚ, πλάξ, πρβλ. Λατ. aequor·· ἡ δὲ χρῆσις τῆς λέξεως πέλαγος μετὰ τῶν γενικῶν ἁλός, θαλάσσης, κτλ., φαίνεται εὐνοοῦσα τὴν τοιαύτην ἐτυμολογίαν.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: offing, high sea, sea surface, sea (Il.); on the meaning etc. Lesky Herm. 78, 260ff.).
Compounds: Rare late compp. like πελαγο-δρόμος sailing on, flying over the sea (Orph., PMag. Par.), εὑ-πελαγής lying by a fair sea (Orph.).
Derivatives: πελάγ-ιος belonging to the sea (trag., Th., X., Arist.; after ἅλ-ιος, θαλάσσ-ιος), -ικός id. (Plu.), -ῖτις f. id. (AP); -αῖος surn. of Poseidon (Paus.; after Ἀγοραῖος etc.). Verbs: πελαγ-ίζω, also with ἐν-, to form a sea, to be flooded, to be out in the open sea, to sail on the sea (Hdt., X., Str.) with -ισμοί pl. experiences at sea v.t. (Alciphr.); -όομαι to form a sea, to overflow (Ach. Tat.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Beside πέλαγος stand with final tenuis monosyll. and w. short vowel πλάξ, -ακός f. plain, plain of the sea etc. (s. v.); with voiced consonant πλάγ-ιος athwart, transvers, sloping, crooked, s.v. w. further connections, a.o. Lat. plag-a plain, region. A full grade disyllabic form is further not attested, but may be found with diff. suffix in πέλανος (s. v.). (Not here the zero grades παλάμη, παλαστή (s. vv.). On the formation of πέλαγος cf. further τέναγος, σελαγέω (Schwyzer 496). S. also Πελασγοί. - Nothing confirms the connection of this word with *pelh₂- spread out; the words with πλαγ/κ- cannot phonetically be connected. So the word seems rather Pre-Greek.
Middle Liddell
πέλᾰγος, ος, εος, τό,
I. the sea, esp. the high sea, open sea, the main, Lat. pelagus, Hom., etc.; joined with other words denoting sea, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν (cf. aequora ponti), Od.; πόντιον π. or πόντου π., Pind.; ἅλς πελαγία Aesch.; ἅλιον π. Eur.: often of parts of the sea (θάλασσἀ, Αἰγαῖον π. Aesch.; ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελιοῦ Thuc.
II. metaph., of any vast quantity, π. κακῶν a "sea of troubles, " Aesch.; π. δύης Aesch.; εἰς τὸ π. τῶν λόγων Plat.; also of great difficulties, Soph.
Frisk Etymology German
πέλαγος: {pélagos}
Grammar: n.
Meaning: offene, hohe See, Meeresfläche, Meer, lat. aequor (seit Il.; zur Bed. usw. Lesky Herm. 78, 260ff.).
Composita: Vereinzelte sp. Kompp. wie πελαγοδρόμος über das Meer fahrend, fliegnd (Orph., PMag. Par.), εὐπελαγής am schönen Meer gelegen (Orph.).
Derivative: Davon πελάγιος zum Meer gehörig (Trag., Th., X., Arist. usw.; nach ἅλιος, θαλάσσιος), -ικός ib. (Plu.), -ῖτις f. ib. (AP); -αῖος Bein des Poseidon (Paus.; nach Ἀγοραῖος usw.). Verba: πελαγίζω, auch mit ἐν-, ein Meer bilden, überschwemmt sein, auf hoher See sein, übers Meer fahren (Hdt., X., Str. usw.) mit -ισμοί pl. Erlebnisse zur See od. ä. (Alkiphr.); -όομαι ein Meer bilden, überstr ömen (Ach. Tat.).
Etymology: Neben πέλαγος steht mit auslautender Tenuis das einsilbige und kurzvokalische πλάξ, -ακός f. Ebene, Fläche, Meeresfläche (s. d.); mit Media πλάγιος waagrecht, quer, schief, s. d. m. weiteren Anknüpfungen, u.a. lat. plag-a Fläche, Gegend. Eine hochstufige zweisilbige Form ist sonst nicht belegt, findet sich aber vielleicht mit anderem Suffix in πέλανος (s. d.); dazu die Tiefstufe in παλάμη, παλαστή u.a. (s. dd.). Zur Bildung von πέλαγος vgl. noch τέναγος, σελαγέω (Schwyzer 496). S. auch Πελασγοί.
Page 2,493
Chinese
原文音譯:pšlagoj 胚拉哥士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:海
字義溯源:深,海洋^,海。參讀 (θάλασσα)同義字
同源字:1) (θάλασσα)海 2) (λίμνη)池,湖 3) (πέλαγος)海洋
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 海(1) 徒27:5;
2) 深(1) 太18:6
English (Woodhouse)
crop, storm, high sea, open sea, the open sea
Mantoulidis Etymological
(=ἀνοιχτή θάλασσα). Ἴσως Ἀπό ρίζα πλαγ- τοῦ πλήττω ἤ ἀπό ρίζα πλακ- τῆς λέξης πλάξ -κός.
Παράγωγα: πελαγίζω (=πλημμυρίζω), πελάγιος, πελάγισμα (=πλημμύρα), πελαγισμός.