decapitate
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινός), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, κάρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), κάρα θερίζειν (τινός).
P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινός), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, κάρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), κάρα θερίζειν (τινός).