αὐλητικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the flute, Pl.Ap.27b; δάκτυλοι Pl.Com.211; κάλαμος used for making flutes, Thphr.HP4.10.1, Sch.Il.Oxy.221ix12; τέλος Plot.1.4.15:-κή (sc. τέχνη), ἡ, flute-playing, Pl.Grg.501e, Arist. Po.1447a15. Adv.-κῶς, δεῖ καρκινοῦν τοὺς δακτύλους Antiph.55.15, cf. Plu.2.404f.    2 fitted for flute playing, ψυχή Pl.Hp.Mi.375b (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητικός: -ή, -όν, (αὐλος) ὁ τοῦ αὐλοῦ, ὁ εἰς τὸν αὐλόν ἀνήκων, κατάλληλοςἁρμόδιος δι’ αὐλόν, ἤ αὐλητάς μέν οὐ νομίζει, αὐλητικά δέ πράγματα; Πλάτ. Ἀπολ. 27Β· ἡ συβώτρια… ἔχει δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 12 · - ἡ αὐλητική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ αὐλεῖν Πλάτ. Γοργ. 501D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τούς δακτύλους Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15.