αὐλητικός

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητικός Medium diacritics: αὐλητικός Low diacritics: αυλητικός Capitals: ΑΥΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aulētikós Transliteration B: aulētikos Transliteration C: avlitikos Beta Code: au)lhtiko/s

English (LSJ)

αὐλητική, αὐλητικόν,
A of the flute or for the flute, Pl.Ap.27b; δάκτυλοι Pl.Com.211; κάλαμος used for making flutes, Thphr. HP 4.10.1, Sch.Il.Oxy.221ix12; τέλος Plot.1.4.15: αὐλητική (sc. τέχνη), ἡ, flute playing, Pl.Grg. 501e, Arist. Po.1447a15. Adv. αὐλητικῶς, δεῖ καρκινοῦν τοὺς δακτύλους Antiph.55.15, cf. Plu.2.404f.
2 fitted for flute playing, ψυχή Pl.Hp.Mi.375b (Comp.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo o concerniente a la flauta, de la flauta αὐλητικὰ πράγματα Pl.Ap.27b, κάλαμος ὅτε αὐλητικὸς καὶ ὁ ἕτερος la caña apropiada para hacer una flauta y la otra Thphr.HP 4.10.1, cf. Sch.Er.Il.21.195 (p.94.12), αὐ. νόμος el modo aulético, propio de la flauta Plu.2.138b, Poll.4.79, αὐ. τέχνη Plu.2.1133e, αὐ. ἁρμονία Poll.4.78, αὐ. φορβειά del barboquejo utilizado por los flautistas Poll.10.153.
2 relativo al arte de tocar la flauta αὐλητικὸν τέλος el oficio de flautista Plot.1.4.15
subst. ἡ αὐλητική (sc. τέχνη): πρῶτον δὲ σκεψώμεθα τὴν αὐλητικήν = veamos en primer lugar lo relativo al arte de tocar la flauta Pl.Grg.501e, τῆς αὐλητικῆς ἡ πλείστη Arist.Po.1447a15, <ἡ> αὐλητικὴ ἀφ' ἁπλουστέρας εἰς ποικιλωτέραν μεταβέβηκε μουσικήν el arte de tocar la flauta evolucionó desde formas más simples a un tipo de música más compleja Plu.2.1141c, ἄτοπον ... τοὺς αὐλητικῆς ἐφιεμένους ἐπιδέχεσθαι τήν τε περὶ τοὺς ῥυθμοὺς καὶ τὰ μουσικὰ προκατασκευήν sería absurdo que los que quieren aprender a tocar la flauta aprendieran el arte de los ritmos y de la danza Plb.9.20.7.
3 apropiado para tocar la flauta δάκτυλοι αὐλητικοί Pl.Com.209, ψυχή Pl.Hp.Mi.375b.
4 adv. αὐλητικῶς = a la manera de los flautistas αὐ. δεῖ καρκινοῦν τοὺς δακτύλους hay que doblar los dedos como la pinza de un cangrejo, a la manera de los flautistas Antiph.55.15, οὐδὲ ... κινῆσαι λῦραν αὐ. Plu.2.404f, cf. Poll.4.76.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de jouer de la flûte ; ἡ αὐλητική (τέχνη) l'art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλητής.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητικός: 3
1 относящийся к игре на свирели (νόμοι Plat., Plut.);
2 служащий для изготовления свирели (κάλαμος Plut.);
3 искусно играющий на свирели Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητικός: -ή, -όν, (αὐλος) ὁ τοῦ αὐλοῦ, ὁ εἰς τὸν αὐλόν ἀνήκων, κατάλληλοςἁρμόδιος δι’ αὐλόν, ἤ αὐλητάς μέν οὐ νομίζει, αὐλητικά δέ πράγματα; Πλάτ. Ἀπολ. 27Β· ἡ συβώτρια… ἔχει δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 12 · - ἡ αὐλητική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ αὐλεῖν Πλάτ. Γοργ. 501D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τούς δακτύλους Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15.

Greek Monolingual

αὐλητικός, -ή, -όν (Α) αυλητής
1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό
2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική
η τέχνη του αυλητή.

Greek Monotonic

αὐλητικός: -ή, -όν (αὐλέω), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον αυλό, σε Πλάτ.· ἡ αὐλητική (ενν. τέχνη), η τέχνη του αυληστή, στον ίδ.

Middle Liddell

αὐλέω [From αὐλητής
of or for the flute, Plat.; ἡ -κή (sc. τέχνη) flute-playing, Plat.