διδακτυλιαῖος

Revision as of 15:12, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A two fingers long or broad, διάστημα S.E.M. 10.156, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr.HP9.5.3, IG22.463.78.

German (Pape)

[Seite 615] α, ον, zwei Finger lang, breit, Sext. Emp. adv. math. 10, 156.

Greek (Liddell-Scott)

διδακτυλιαῖος: -α, -ον, δύο δακτύλων μῆκοςπλάτος ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de dos dedos de longitud o anchura, διάστημα Dsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156, τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.26, ταινίδιον Orib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.

Russian (Dvoretsky)

διδακτῠλιαῖος: размером (шириной) в два дактиля (ок. 4 см) (διάστημα Sext.).