κομβοθηλεία

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.

Greek Monolingual

κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.