θῆλυς
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
θήλεια, θῆλυ: Ep. fem. θήλεα, acc. pl.
A -εας Il.5.269 (Hom. has regul. fem. θήλεια Il.8.7,al., but also θῆλυς as fem., 10.216,al., as in other poets, v. infr.): Ion. fem. θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, pl. θήλεαι, θηλέας, θηλέων, Hdt. and Hp.: gen. θήλυδος S.Fr.1054; acc. fem. θηλείην dub. l. in Nic.Al.42, neut. pl. θήλεια Arat.1068: Ep. also θηλύτερος indicating opposition rather than comparison (cf. ἀρρέντερος); θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Il.8.520; θηλύτεραι δὲ θεαί Od.8.324; μάτε ἐρσεναιτέραν μάτε θηλυτέραν Schwyzer 424 (Elis, iv B.C.); in late Prose θηλύτερος, -ύτατος occur as Comp. and Sup. (v. infr. 11): (θη- 'suckle', cf. θῆσαι):—female, θήλεια θεός a goddess, Il.8.7; Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα being female, 19.97, cf. A.Ag.1231, S.Tr.1062, E.IT621; θήλειαι ἵπποι mares, Od.4.636, etc.; σύες θήλειαι sows, 14.16; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.10.216; θήλεια μῆλα Arat. 1068; θήλεια ἔλαφος a hind, Pi.O. 3.29; θήλεα κάμηλος Hdt.3.102; ἡ θ. ἵππος ib.86; θ. ὄρνις S.Fr.477; ζῷα θ. Pl.Criti.110c; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.3.66; θῆλυς σπορά E.Hec.659; θήλειαι γυναῖκες Id.Or.1205; θ. κόραι Pl.Lg.764d: with masc. nouns, ὁ θῆλυς ὀρεύς the she-mule, Arist.HA 577b22; ἄνθρωπος θῆλυς Id.PA688b31: masc. pl., θήλεις χοροί Critias 1.8D.; but μὴ εἶναι θεοὺς ἄρρενας μηδὲ θηλείας Phld.Piet.12.
b ἡ θήλεα, Att. -εια, the female, Hdt.3.109, X.Mem.2.1.4; ἀλέκτωρ ὥστε θηλείας πέλας A.Ag.1671 (troch.).
c τὸ θ. γένος the female sex, woman-kind, E.Hec.885; τὸ θ. alone, Id.HF536, etc.; opp. τὸ ἄρρεν, Pl.R. 454d, Arist.Metaph.988a5; [ἡ δεῖνα] τέτοκεν θῆλυ PTeb.422.18 (iii A.D.),al.
d of plants and trees, Thphr. HP 3.9.1; θ. κάλαμος Dsc.1.85; θῆλυς φοῖνιξ Ach.Tat.1.17; θῆλυ βούτομον Thphr. HP 4.10.4.
2 of or belonging to women, κουράων θῆλυς ἀϋτή Od.6.122; θήλεα νοῦσος among the Scythians (cf. Ἐνάρεες), Hdt.1.105; νόμος A. Ch.821 (lyr.); φύσις Pl.R. 453a; χάρις APl.4.†87 (Leont.); θ. φόνος murder by women, E.Ba.796.
II metaph., of persons and things,
1 soft, gentle, θῆλυς ἐέρση Od.5.467, Hes.Sc.395; θ. νύξ(= ὕπομβρος) S.Fr.1053.
b ὕδωρ θ. καὶ μαλακόν Thphr. CP 2.6.3; θηλυτέρα ὀσμή ib.6.15.4; θηλύτατον πεδίον most fruitful, Call.Fr. 296; θηλύτατον ὕδωρ of the Nile, Id.Sos.vii 5.
2 tender, delicate, Φοίβου θήλειαι… παρειαί Id.Ap.37; θῆλυς ἀπὸ χροιῆς delicate of skin, Theoc.16.49; of temper or character, soft, yielding, weak, θῆλυς ηὕρημαι τάλας S.Tr.1075; γυνὴ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ E.Med.928; θήλεια φρήν Ar.Lys.708, cf. E.Andr.181; δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plu.Mar.34; θηλύτατος Luc.Im.13; παλλακὴ -υτάτη Philostr.VS2.21.2; τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς effeminacy, Men.599.
3 in mechanics, those parts were called female into which others fitted, as the female vertebra, Poll.2.180; γίγγλυμος J.AJ3.6.3.
4 Gramm., feminine, θήλεα [ὀνόματα] Ar.Nu.682; θήλεα Arist.Po.1458a10.
5 Pythag., of even numbers, Plu.2.264a, 288d.
6 Astrol., of planets, Ptol. Tetr.19; cf. θηλυκός 3c.
III θήλειαι, αἱ, kind of cheese made in Crete, Seleuc. ap. Ath.14.650d.
German (Pape)
[Seite 1207] εια, υ (θα, nach Plat. Crat. 414 a ἀπὸ τῆς θηλῆς, eigtl. säugend); einen gen. θήλυδος aus Soph. s. B. A. 1381; θῆλυς steht bei Dichtern oft als fem., wie Ἥρη, θῆλυς ἔουσα Il. 19, 97; γυνὴ θῆλυς οὖσα Soph. Tr. 1051; so ὄϊς Il. 10, 215; θήλεας ἵππους 5, 269; θῆλυς σπορά Eur. Hec. 651; φύσις, χάρις, Leont. Schol. 7. 8 (Plan. 286. 287); ion. fem. θήλεα, Her. 3, 86. 109; – weiblich; – al als Bezeichnung des Geschlechtes, im Gegensatz zum männlichen, ἄῤῥην, von Hom. an überall; von Göttern, θήλεια θεός Il. 8, 7, wie Her. 2, 35; von Menschen, Aesch. Ag. 1704 u. sonst, z. B. ἄπαις θήλεος γόνο υ, ohne weibliche Kinder, Her. 3, 66; von Tieren, θήλεια ἔλαφος Pind. Ol. 3, 30; ἵπποι Od. 4, 635, wie Plat. Hipp. mai. 288 b; ὄρνις Soph. frg. 424. Bei Arist. H. A. oft ὁ θῆλυς ὀρεύς u. ä.; – θήλεια allein für Frau, Eur. Andr. 181; bei Tieren ἡ θήλεια, das Weibchen, Xen. Mem. 2, 1, 4; τὸ θῆλυ γένος, das Weibergeschlecht, Eur. Hec. 885, wie in Prosa τὸ θ ῆλυ dem τὸ ἄῤῥεν oft entgegengesetzt wird. Bei den Gramm. bezeichnet es das genus femininum; schon Ar. Nubb. 672 ὀνόματα θήλεα. – b) was von Weibern kommt, ἀϋτή, Weiberstimme, Od. 6, 122. –, c) zart, schwach, weibisch; Soph. Trach. 1064, vgl. 1051; φρήν Aesch. Ch. 303; Ar. Lys. 708; Φοίβου παρειαί Callim. Ap. 37; Sp., wie ἠθος M. Anton. 4, 28. – d) befruchtend, erquickend; δῆλυς ἐερση Od. 5, 467; Hes. Sc. 395, womit vielleicht θήλεια νύξ Soph. frg. 887 (VLL. ἡ ὕπομβρος καὶ ποιοῦσα θάλλειν) zu vergleichen. – Compar. θηλύτερος; bei Hom. u. Hes. θηλύτεραι γυναῖκες, θεαί, z. B. Il. 8, 520 Od. 8, 324 (vgl. θηλείαις γυναιξί Eur. Or. 1205, θήλειαι κόραι Plat. Legg. VI, 764 d); ihnen nachgebildet oft in der Anth.; auch allein θηλυτέρα, ohne subst., Cyr. 3 (VII, 557) Paul. Sil. 14. 41 (V, 290 VI, 71); fast gleich, dem Positiv, doch auf das schwächere, zartere Geschlecht hindeutend. – Δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plut. Mar. 54, weichlicher. – Den superl.
French (Bailly abrégé)
θήλεια (poét. θῆλυς), θῆλυ ; gén. εος, είας (poét. -εος), εος;
I. 1 féminin : θήλεια θεός IL une déesse ; ἡ θήλεια ESCHL la femme ; τὸ θῆλυ γένος EUR le sexe féminin, la femme ; ἄπαις θήλεος γόνου HDT sans descendance féminine ; en parl. d'animaux θήλεια ἵππος OD cavale ; σῦς OD truie ; ὄϊς IL brebis ; t. de gramm. féminin ; t. pythagoricien nombre féminin, càd pair (par opp. aux nombres masculins, càd impairs);
2 de femme, qui concerne la femme : θήλεια ἀϋτή OD cri de femme ; θήλεια φύσις PLAT nature de femme;
II. p. anal. qui a les qualités d'une femme ou d'une chose féminine :
1 tendre, délicat;
2 en mauv. part mou, efféminé : δίαιτα PLUT genre de vie efféminé ; θήλεια νοῦσος HDT litt. maladie féminine, càd mœurs de débauché;
3 frais, rafraîchissant : θῆλυς ἐέρση OD rosée rafraîchissante;
Cp. θηλύτερος, Sp. θηλύτατος.
Étymologie: R. Θα, sucer ; téter, allaiter ; cf. θηλή, τίτθη, lat. fellare.
Russian (Dvoretsky)
θῆλυς: θήλεια (ион. θήλεα, Luc. θηλέη), θήλυ (иногда f θῆλυς) compar. = posit.
1 женский, женского пола (γένος Eur.): ἄπαις θήλεος γόνου Her. не имевший детей женского пола; θήλειαι γυναῖκες Eur. женщины; θήλεια θεός Hom. богиня; ὁ θῆλυς ἄνθρωπος Arst. женщина; θήλειαι ἵπποι Hom. кобылицы; ὄϊς θῆλυς Hom. овца; θήλεα κάμηλος Her. верблюдица; ὁ θῆλυς ὀρεύς Arst. самка мула;
2 женский, свойственный или принадлежащий женщине (ἀϋτή Hom.; φύσις Plat.): τὰ τῶν ὀνομάτων θήλεα Arph. женские имена (ср. 8);
3 совершенный женщиной (φόνος Eur.);
4 нежный, женственный, изящный: θηλύτεραι γυναῖκες Hom. слабые женщины (ср. 1);
5 приятный, освежающий (ἐέρση Hom., Hes.; νύξ Soph.);
6 изнеженный (δίαιτα Plut.);
7 слабый, кроткий (φρήν Arph.);
8 грам. женский, женского рода (τὰ θήλεα ὀνόματα τελευτᾷ εἰς η καὶ ω Arst. - ср. 2);
9 (у пифагорейцев), четный (οἱ Πυθαγορικοὶ τὸν ἄρτιον - sc. ἀριθμὸν - θῆλυν ἐνόμιζον Plut.). - см. тж. θῆλυ.
Greek (Liddell-Scott)
θῆλυς: θήλεια, θῆλυ, Ὅμ., ἂν καὶ παρὰ ποιηταῖς τὸ θῆλυς συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς θηλ. (ἴδε κατωτ.): Ἐπικ. θηλ. θήλεα, αἰτ. πληθ. -εας, Ἰλ. Ε. 269· ἐν τῇ πεζῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. οἱ θηλ. τύποι εἶναι θήλεα, θηλέης, θηλέῃ, θήλεαν, πληθυντ. θήλεαι, θηλέων, θήλεας, Δινδόρφ. Διάλ. Ἡροδ. xvii· γενική τις θήλυδος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφ. ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. 219. 5· αἰτ. θηλ. θηλείην Νικ. Ἀλ. 42, οὐδ. πληθ. θήλεια Ἄρατ. 1068· ― ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. ἔχουσι καὶ τὸν τύπον θηλύτερος ἄνευ ἐπαισθητῆς ἐννοίας συγκρίσεως, ἂν καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζοῖς θηλύτερος, -ύτατος ἀπαντῶσιν ὡς ἀναμφίβολοι τύποι συγρ. καὶ ὑπερθ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΘΑ, θάω, θηλάζω). Γένους θηλυκοῦ, θηλυκός, ἀντίθετον τῷ ἄρρην, θήλεια θεός, θεά, Ἰλ. Θ. 7· Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα, οὖσα θήλεια, Τ. 97, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1231, Σοφ. Τρ. 1062· θήλειαι ἵπποι, φορβάδες, Ὀδ. Δ. 636, κτλ.· θήλεια ἔλαφος Πίνδ. Ο. 3. 51· θήλεα κάμηλος Ἡρόδ. 3. 102· ἡ θ. ἵππος αὐτόθι 86· θ. ὄρνις Σοφ. Ἀποσπ. 424· ἄπαις θήλεος γόνου, στερούμενος θήλεος τέκνου, Ἡρόδ. 3. 66· θῆλυς σπορὰ Εὐρ. Ἑκ. 659· θήλειαι γυναῖκες ὁ αὐτ. Ὀρ. 1205· θήλ. κόραι Πλάτ. Νόμ. 764D· ὡσαύτως μετ’ ἀρσεν. ὀνομάτων, ὁ θῆλυς ὀρεύς, ἡ θήλεια ἡμίονος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 18, 22· θῆλυς ἄνθρωπος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 43. β) ἡ θήλεα, Ἀττ. -εια, ἡ θηλυκή, γυνή, Ἡρόδ. 3. 109, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1671, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· χρῆμα θηλειῶν, τὸ γένος τῶν γυναικῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 181· οὕτω, τὸ θῆλυ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 8, κ. ἀλλ. γ) τὸ θῆλυ γένος, τὸ γένος τῶν γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 885· οὕτω, τὸ θῆλυ μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 536, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως = ἡ θήλεια, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 110C. δ) ἐπί τινων φυτῶν, τὸ θῆλυ, τὸ φέρον τὸν καρπὸν, οἷον ἐπὶ τῆς δρυὸς, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 8 (9), 1· θ. κάλαμος Διοσκ. 1. 114· θήλεια φοίνιξ Ἀχ. Τάτ. 1. 17· θῆλυ βούτομον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 10, 4. 2) ὁ ἀνήκων εἰς γυναῖκας, γυναικεῖος, θήλεα νοῦσος, παρὰ τοῖς Σκύθαις (πρβλ. Ἐνάρεες), Ἡρόδ. 1. 105· νόμος Αἰσχύλ. Χο. 821· φύσις Πλάτ. Πολ. 453Α· χάρις Ἀνθ. Πλαν. 4. 287· θ. φόνος, τελούμενος ὑπὸ γυναικῶν, Εὐρ. Βάκχ. 796. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων ὡς μετεχόντων τῆς καρποφορίας, τῆς λεπτότητος ἢ τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων τοῦ γυναικείου φύλου· ἑπομένως, 1) θῆλυς ἐέρση, «ἁπαλὴ δρόσος» (Σχόλ.), Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 395· (ἐν Ὀδ. Ε. 467, πρέπει νὰ εἶναι δροσερὰ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ψυχρά)· οὕτως ἴσως, θ. νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 887· θηλύτατον πεδίον, γονιμώτατον, Καλλ. Ἀποσπ. 296· θῆλυ ὕδωρ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 6, 3· θηλυτέρα ὀσμὴ αὐτόθι 6. 16, 4. 2) τρυφερός, λεπτός, χαρίεις, θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Ἰλ. Θ. 520· θηλύτεραι δὲ θεαὶ Ὀδ. Θ. 324 (ἐκτὸς ἂν ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις εἶναι ἁπλῶς παράδειγμα ὀνομάτων γένους καὶ εἴδους ἐν συνδυασμῷ, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ αἰπόλος, σῦς κάπρος, κλ.), πρβλ. Ἡσύχ.· κουράων θῆλυς ἀϋτὴ Ζ. 122· Φοίβου θήλειαι... παρειαὶ Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· θῆλυς ἀπὸ χροιᾶς, ἔχων λεπτὴν ἐπιδερμίδα, Θεόκρ. 16. 49· ἐπὶ κράσεως ἢ χαρακτῆρος, μαλακός, τρυφερός, ἤπιος, ἀσθενής, ἀδύνατος, γυνὴ δὲ θῆλυς οὖσα Σοφ. Τρ. 1062· θῆλυς ηὕρημαι τάλας αὐτόθι 1075· γυνῆ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ Εὐρ. ἐν Μηδ. 928· θήλεια φρὴν Ἀριστοφ. Λυσ. 708· δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ’ ἄνδρα Πλούτ. Μαρ. 54· θηλύτατος Λουκ. Εἰκ. 13· ― τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς, ἐκθήλυνσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 16. 3) ἐν τῇ μηχανικῇ, ἐκεῖνα τὰ μέρη ἐκαλοῦντο θήλεα ἐντὸς τῶν ὁποίων εἰσήρχοντο ἕτερα, ὡς ὁ θῆλυς κοχλίας («βίδα»), Πολυδ. Β΄, 178. 4) ἐν τῇ γραμμ., γένους θηλυκοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 671 κἑξ.· ἅττα δ’ αὐτῶν (τῶν ὀνομάτων) θήλεα αὐτόθι 682· τὰ θήλεα Ἀριστ. Ποιητ. 21, 23. 5) ἐν τῇ τῶν Πυθαγορείων γλώσσῃ, οἱ ἄρτιοι ἀριθμοὶ ἐλέγοντο θήλεις, οἱ δὲ περιττοὶ ἄρρενες, πρβλ. Πλούτ. 2. 264Α, 288D. ΙΙΙ. θήλειαι, αἱ, εἶδος τυροῦ, «τοὺς δὲ λεπτοὺς τῶν τυρῶν καὶ πλατεῖς Κρῆτες θηλείας καλοῦσιν» Ἀθήν. 658D.
English (Autenrieth)
θήλεια, θῆλυ (also w. two endings): female; ἀῦτή, i. e. of women's voices, Od. 6.122 ; ἐέρση, with the thought of ‘nourishing,’ Od. 5.467; comp., θηλύτερος, weaker (of the two sexes), weak, Il. 8.520, Od. 8.324.
English (Slater)
female χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν (O. 3.29)
English (Strong)
from the same as θηλάζω; female: female, woman.
English (Thayer)
θηλείᾳ, θῆλυ (cf. θηλάζω, at the beginning), of the female sex; ἡ θηλείᾳ, a substantive, a woman, a female: τό θῆλυ, Homer down.)
Greek Monolingual
-εια, -υ (Α θῆλυς, -εια, -υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα)
αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός
2. φρ. «το θήλυ γένος» — το γένος τών γυναικών
3. (για φυτά) ο καρποφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ
η γυναίκα
νεοελλ.
(για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και όχι στήμονες
αρχ.
1. γυναικείος
2. αυτός που γίνεται από γυναίκα («φόνον γε θῆλυν» Ευρ.)
3. μαλακός, απαλός
4. τρυφερός, λεπτός
5. (για κράση ή χαρακτήρα) ήπιος, αδύναμος
6. γόνιμος
7. γονιμοποιός
8. (στον συγκριτ. και υπερθ. βαθμό) θηλύτερος, -έρα, -ον και θηλύτατος, -άτη, -ον
αυτός που αρμόζει κατ' εξοχήν ή υπερβολικά σε γυναίκα
9. γραμμ. αυτός που είναι γένους θηλυκού («θήλεα ὀνόματα» Αριστοφ.)
10. μαθ. ο άρτιος αριθμός
11. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ θήλεα και θήλεια
η γυναίκα
β) στον πληθ. αἱ θήλειαι
είδος τυριού στην Κρήτη
12. φρ. α) «ἄπαις θήλεος γόνου» — αυτός που δεν έχει θηλυκό παιδί, κορίτσι
β) «τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς» — η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhē- «εκμυζώ, θηλάζω» καθώς και τα θηλή, θήσθαι + επίθημα -lu-/-ru-, όπως δείχνει και το αρχ. ινδ. dhā-ru «θηλάζων». Ο αρχικός ελλ. τ. ίσως ήταν ουδ. όν. θήλυ. Ως α' συνθετικό απαντά με τη μορφή θηλυ-.
ΠΑΡ. θηλυκός
αρχ.
θηλύνω, θηλύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. θηλυ-
(Β' συνθετικό) αρχ. άθηλυς, ανδρόθηλυς, αρρενόθηλυς, ημίθηλυς, μιξόθηλυς, πάνθηλυς, υπόθηλυς, φιλόθηλυς.
Greek Monotonic
θῆλυς: θήλεια, θῆλυ, σε Όμηρ.· θῆλυς επίσης ως θηλ.· στην Ιων. οι θηλ. τύποι είναι θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, πληθ. θήλεαι, θήλεας, θηλέων· (*θάω, θηλάζω)·
I. 1. αυτός που ανήκει στο γυναικείο φύλο, θηλυκός, θήλεια θεός, θεότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· θήλειαι ἵπποι, φοράδες, σε Οδ.·σύες θήλειαι, γουρούνες, στο ίδ.· ὄϊς θῆλυς, προβατίνα, σε Ιλ.· ἄπαις θήλειος γόνου, στερούμενος θηλυκού απογόνου, σε Ηρόδ.· ἡ θήλεα, σε Αττ. -εια, η γυναίκα, στον ίδ., Αισχύλ.· χρῆμα θηλειῶν, το γένος των θηλυκών, σε Ευρ.· τὸ θῆλυ γένος ή τὸ θῆλυ, το γυναικείο φύλο, θηλυπρεπής, στον ίδ.
2. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τις γυναίκες, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· θῆλυς φόνος, φόνος από γυναίκες, σε Ευρ.
3. στη γραμματική, θηλυκό γένος·
II. δόκιμη χρήση για πρόσωπα και πράγματα
1. φρέσκος, αναζωογονητικός, λέγεται για τη δροσιά, σε Ησίοδ.
2. τρυφερός, λεπτεπίλεπτος, ευγενικός, κομψός, θηλύτεραι γυναῖκες, θηλύτεραι θεαί (όπου ο συγκρ. χρησιμ. περίπου όπως ο θετικός), σε Όμηρ.· θῆλυς ἀπὸ χροιᾶς, με λεπτή επιδερμίδα, σε Θεόκρ.· λέγεται για το χαρακτήρα, μαλακός, τρυφερός, ήπιος, ασθενής, αδύνατος· γυνὴ θῆλυς οὖσα, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj. (also f., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 252)
Meaning: female, also metaph. (Il.).
Other forms: -εια, -υ
Compounds: Compp., e. g. θηλυ-γενής, μιξό-θηλυς.
Derivatives: θηλυδρίας woman-like man (Hdt., Arist.), from *θηλύδριον (Schwyzer 471 n. 8, Chantraine Formation 72); θηλυκός womanly, womanish (Arist., hell.; vgl. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 165), θηλώδης womanish (Ar.), θηλῶτις f. id. (Prisc.); θηλύτης womanhood (Arist.); denomin. verb θηλύνω make womanly (Ion. hell.). On comparative θηλύτερος Benveniste Noms d'agent 117f.
Origin: IE [Indo-European] [241] *dʰeh₁- suck(le)
Etymology: With θῆλυς agrees formally, except for the accent, Skt. dhārú- suckling, if from IE *dʰeh₁lu-. dhārú- prob. directly from the verb suck (s. θῆσθαι) with suffix ru- or lu- (Wackernagel-Debrunner 2: 2, 860); ("who know to suck "; Pedersen REIE 1, 197; Fraenkel Nom. ag. 2, 173, Chantraine Formation 253) or from an intermediate nominal l-stem . - Acc. to Duchesne-Guillemin here also Toch. B tlai woman.
Middle Liddell
[*θάω to suckle]
I. of female sex, female, θήλεια θεός a goddess, Il.; θήλειαι ἵπποι mares, Od.; σύες θήλειαι sows, Od.; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.:— ἡ θήλεα, Attic -εια, the female, Hdt., Aesch.; χρῆμα θηλειῶν woman-kind, Eur.; τὸ θῆλυ γένος or τὸ θῆλυ the female sex, woman kind, Eur.
2. of or belonging to women, Hdt., Aesch.; θ. φόνος murder by women, Eur.
3. in Gramm. feminine.
II. applied to persons and things,
1. fresh, refreshing, of dew, Hes.
2. tender, delicate, gentle, θηλύτεραι γυναῖκες, θηλύτεραι θεαί (where the comp. is used much like a Positive), Hom.; θῆλυς ἀπὸ χροιᾶς delicate of skin, Theocr.; of character, soft, yielding, weak, γυνὴ θῆλυς οὖσα Soph.
Frisk Etymology German
θῆλυς: -εια, -υ
{thē̃lus}
Grammar: (auch f., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 252)
Meaning: weiblich, auch übertr. (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. θηλυγενής, μιξόθηλυς.
Derivative: Ableitungen: θηλυδρίας weibischer Mann (Hdt., Arist. usw.), zunächst von *θηλύδριον (Schwyzer 471 A. 8, Chantraine Formation 72 m. Lit.); θηλυκός weiblich, weibisch (Arist., hell.; vgl. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 165), θηλώδης weibisch (Ar.), θηλῶτις f. ib. (Prisc.); θηλύτης Weiblichkeit (Arist. u. a.); denominatives Verb θηλύνω weiblich machen, verweichlichen (vorw. ion. hell.). Zum Komparativ θηλύτερος Benveniste Noms d'agent 117f.
Etymology: Zu θῆλυς stimmt formal bis auf den Akzent aind. dhārú- saugend, wenn aus idg. *dhēlu-. Für dhārú- geht man am besten direkt vom Verb saugen (s. θῆσθαι) aus mit einem idg. ru- bzw. lu-Suffix (Wackernagel-Debrunner 2: 2, 860); für θῆλυς ist neben direkter Ableitung von θῆσθαι ("die säugen kann, können wird"; Pedersen REIE 1, 197; s. noch Fraenkel Nom. ag. 2, 173, Chantraine Formation 253) auch als Zwischenglied ein nominaler l-Stamm zu erwägen ("mit Zitzen versehen"?). — Nach Duchesne-Guillemin hierher noch toch. B tlai Frau; anders, gewiß nicht besser v. Windekens Lex. étym. 140.
Page 1,671
Chinese
原文音譯:qÁluj 帖呂士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:乳頭 相當於: (נְקֵבָה)
字義溯源:女性,女人,女,女的;源自(θηλάζω)=哺奶),而 (θηλάζω)出自(θηλάζω)X*=乳頭)
同源字:1) (θηλάζω)哺奶 2) (θῆλυς)女人
出現次數:總共(5);太(1);可(1);羅(2);加(1)
譯字彙編:
1) 女(2) 太19:4; 可10:6;
2) 女人(2) 羅1:26; 羅1:27;
3) 女的(1) 加3:28
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
θήλεια, θῆλυ (=θηλυκός). Ἀπό τό θηλή. Παράγωγα τοῦ θῆλυς: θηλύνω, ἐκθήλυνσις (=χαλάρωση).
Translations
female
Arabic: أُنْثَى; Egyptian Arabic: أنثى, نتاية; Aramaic Classical Syriac: ܢܩܒܬܢܝܐ; Armenian: իգական; Basque: eme; Belarusian: жаночы; Bulgarian: женски; Catalan: femení, femella; Central Melanau: mahou; Cherokee: ᎠᎨᏴ; Chinese Mandarin: 女, 母, 雌; Czech: samičí, ženský; Dalmatian: femia; Danish: hun- or hunlig, kvindelig; Dutch: vrouwelijk; Esperanto: ina; Finnish: naispuolinen, nais-; French: femelle, féminin; Galician: femia; Georgian: ქალი, მდედრობითი, მდედრი; German: weiblich; Gothic: 𐌵𐌹𐌽𐌰𐌺𐌿𐌽𐌳𐍃, 𐌵𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: θηλυκός; Ancient Greek: θῆλυς, θήλεια, θῆλυ; Guaraní: kuña; Haitian Creole: femèl; Hebrew: נקבה \ נְקֵבָה, נשי \ נָשִׁי; Hindi: मादा; Ido: -in; Indonesian: perempuan, betina; Interlingua: femina, feminin; Irish: baineann, baineannach; Italian: femminile; Japanese: 雌; Javanese: wadon; Khmer: ស្ត្រីភេទ; Kimaragang: tongondu; Korean: 여성, 녀성; Kumyk: тиши; Kurdish Central Kurdish: مێ; Northern Kurdish: mê; Latin: femineus; Latvian: sieviešu dzimtes-; Lezgi: паб; Lithuanian: moteriškas; Macedonian: женски; Malay Jawi: ڤرمڤوان, بتينا; Rumi: perempuan, betina; Manchu: ᡥᡝᡥᡝ; Manx: bwoirrin; Maore Comorian: -she; Maori: uha, uwha, tamahine, wahine, kouwha; Middle English: femele, femynyne; Mongghul: nine; Nanai: асиа; Norwegian Bokmål: kvinnelig, hun-, hunn-, hunlig, hunnlig; Nynorsk: kvinneleg, ho-, holeg; Occitan: femenin, femèla; Old English: wīflīċ; Ossetian: мадӕл; Persian: ماده; Polish: żeński; Portuguese: fêmeo, feminino, mulheril, femeal, feminal, feminil, femíneo; Romanian: feminin, femeiesc, muieresc; Russian: женский; Scottish Gaelic: boireannach, banail; Serbo-Croatian Cyrillic: женски; Roman: ženski; Sinhalese: ස්ත්රී; Slovak: ženský; Slovene: ženski; Spanish: femenino, hembra; Sundanese: bikang; Swahili: kike; Swedish: kvinnlig; Tabasaran: хпиб; Tagal Murut: lupoh, puunan; Telugu: ఆడ; Tetum: feton; Thai: หญิง; Tocharian B: klaiññe; Tupinambá: kunhã; Turkish: dişi; Ukrainian: жіночий; Vietnamese: gái, nữ, mái in their names), cái; Volapük: vomik, jimenik; Walloon: frumele, femrin; Welsh: benywaidd, benyw; Yoruba: obìnrin, abo; Zazaki: maki