οὐετερανός

Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, = Lat.    A veteranus, IGRom.3.140 (Galatia), etc.; also οὐετρανός ib.99,142, etc.; written βετράνος in Zonar.

Greek Monolingual

οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α)
βετεράνος, παλαίμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)].