παλιός
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Greek Monolingual
-ά, -ό και παλαιός -ά, -ό (ΑΜ παλαιός, -ά, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός)
1. αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, γέρος («νέοι ἠδέ παλαιοί», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο (α. «παλιά ρούχα» β. «τὰ ὑποδήματα ἐργαζόμενοι τὰ παλαιὰ καὶ τὰ ἱμάτια», Πλάτ.)
3. αυτός που ανήκει στα αρχαία χρόνια, αρχαίος («παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο», Ομ. Ιλ.)
4. αυτός του οποίου δεν γίνεται πια χρήση (α. «παλιά φράση» β. «παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.)
5. (για τόπο) αυτός που βρέθηκε σε ακμή κατά το παρελθόν (α. «παλαιά Επίδαυρος» β. «τὸ παλαιὸν Κίσσιον», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι παλαιοί ή παλιοί
οι πρόγονοι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει φθαρεί από την πολλή χρήση
2. προηγούμενος («στο παλιό σπίτι ξεχάσαμε πολλά πράγματα»)
3. αυτός που πρεσβεύει κάτι από πολύ καιρό («είναι παλιός κεντρώος»)
4. πεπειραμένος
5. αυτός που εφαρμόζει μεθόδους ξεπερασμένες
6. αυτός που έχει απηρχαιωμένες ιδέες και αντιλήψεις, καθυστερημένος
7. αυτός που είχε στο παρελθόν ένα αξίωμα, επάγγελμα κ.λπ. («παλαιός πρόεδρος»)
8. (για ονόματα πόλεων, χωρών κ.λπ.) αυτός που προϋπήρξε άλλου ομώνυμου ή σύγχρονου (α. «παλαιό Φάληρο» β. «παλαιά πόλη»)
9. παροιμ. α) «τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» — δεν του δίνω καμιά σημασία, τον περιφρονώ
β) «παλιός γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται» — λέγεται για ερωτομανείς γέροντες που επιθυμούν νεαρές γυναίκες
γ) «η παλιά κότα έχει το ζουμί» — η ώριμη γυναίκα είναι πιο έμπειρη στον έρωτα
δ) «το παλιό σακί δεν γίνεται καινούργιο» — λέγεται για ανεπανόρθωτα κατεστραμμένα αντικείμενα ή για ανθρώπους που δεν αποβάλλουν τις συνήθειές τους
αρχ.
1. σεβαστός, σεβάσμιος («εἴργεσθαι θυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνθρώποις», Αντιφ.)
2. άχρηστος λόγω της παλαιότητάς του
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλαιόν
κατά τους αρχαίους χρόνους.
επίρρ...
παλαιά και παλιά
κατά το παρελθόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλιός < παλαιός με συνίζηση (πρβλ. ἐλαία > ελιά). Για ετυμολ. βλ. λ. πάλαι.