ἀλεκτοριδεύς

Revision as of 11:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A chicken, Ael.NA7.47.

German (Pape)

[Seite 92] ὁ, junger Hahn, Ael. H. A. 7, 47, wo von Valken. -ιδέας für -ίδας geändert ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτοριδεύς: έως, ὁ, = ὀρνιθόπουλον, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 47.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune coq, poulet.
Étymologie: ἀλέκτωρ.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ pollo Ael.NA 7.47.

Greek Monolingual

ἀλεκτοριδεύς -έως, ο (Α) ἀλέκτωρ
μικρός αλέκτωρ ή μικρή αλεκτορίς, κοκοράκι, πουλάδα.