ἀλέκτωρ

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓λέκτωρ Medium diacritics: ἀλέκτωρ Low diacritics: αλέκτωρ Capitals: ΑΛΕΚΤΩΡ
Transliteration A: aléktōr Transliteration B: alektōr Transliteration C: alektor Beta Code: a)le/ktwr

English (LSJ)

(A), [ᾰ], ορος, ὁ, poet. form of ἀλεκτρυών,
A cock, ἕως ἐβόησεν ἀ. Batr.192, cf. Pi.O.12.14, Simon.80 B, A.Ag.1671, Eu.861, Herod.4.12, etc.; later Prose, Arist.Fr.347, PTeb.140 (i B. C.)LXX Pr.24.66 (30.31), Ev.Matt.26.34,al., IG3.77: metaph., of a trumpeter, κοινὸς Ἀθηναίων ἀ. Demad.Fr.4; of a flute, Ion Trag.39.
2 ἀλέκτορος λόφος = narrow-leaved rattle, greater yellow-rattle, yellow rattle, Rhinanthus minor, Rhinanthus angustifolius, Rhinanthus major, Plin.HN27.40.
II husband, consort, Tz.ad Lyc.1094, and so perhaps in B.4.8, S.Fr.851. (Perh., like ἀκοίτης, ἄλοχος, from ἀ- copul., λέκτρον).

(B), ορος, ἡ, (ἀ- priv., λέγω)
A = ἄλεκτρος, Ath.3.08b.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
marido S.Fr.851, B.4.8.
-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: formas heterócl.: sg. gen. ἀλεκτόρου PMag.12.313; neutr. plu. ἀλέκτορα PLond.1259.25 (IV d.C.)
1 gallo Pi.O.12.14, B.4.8, Simon.78, A.A.1671, Eu.861, Hp.Int.1, Arist.Fr.347, Theoc.7.123, Herod.4.12, Batr.192, IG 22.1367.27 (I d.C.?), 12(7) p.1 (Arcesine II a.C.?), PTeb.140 (I a.C.), LXX Pr.30.31, Eu.Matt.26.34
fig. de una trompeta τὸν δὲ σαλπικτὴν κοινὸν Ἀθηναίων ἀλέκτορα Demad.31, de una flauta, Io Trag.39.
2 bot. ἀλέκτορος λόφος = cresta de gallo, Rhinanthus minor L., Plin.HN 27.40.

German (Pape)

[Seite 92] ορος, ὁ, Hahn, ältere poet. Form (von ἄλεκτρος, der schlaflose oder schlaflos machende), Pind. O. 12, 14; Aesch. Ag. 1656; Cratin. Ath. IX, 374 d; nach IV, 183 f nennt Ion so auch αὐλός; sp. D. 1) = ἄλεκτρος, unvermählt, Ἀθηνᾶ Athen. III, 98 b. – 2) = ἄλοχος, Gemahl, Soph. frg. 730.

French (Bailly abrégé)

1ορος (ὁ) :
coq;
NT: mâle de n'importe quel oiseau.
Étymologie: ἀλέξω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέκτωρ -ορος, ὁ ἀλέξω haan.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέκτωρ: ορος (ᾰ) ὁ петух Batr., Pind., Aesch., Arph., Arst., Theocr.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].] = ἀλεκτρυών,]
a cock, Aesch., etc.

English (Slater)

ᾰλέκτωρ cock, esp. fighting cock, emblem of Himera τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)

English (Strong)

from aleko (to ward off); a cock or male fowl: cock.

English (Thayer)

(ορος, ὁ, a cock, (Latin gallus gallinaceus): Lob. ad Phryn., p. 229; (Rutherford, New Phryn., p. 307; Winer's Grammar, 23; see also BB. DD. COCK> under the word; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 221 f; especially Egli, Zeitschr. f. wiss. Theol., 1879, p. 517ff).

Greek Monolingual

(I)
ἀλέκτωρ)
κόκορας, πετεινός
αρχ.
1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές
2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ (για άλλες σημασίες της λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός» προέρχεται από το ρ. ἀλέξω «απομακρύνω, αποκρούω, υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -τωρ (πρβλ. ρήτωρ, πράκτωρ, γεννήτωρ), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα Ἀλέκτωρ, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την αρχή σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' περίπτωση το κύριο όνομα είναι υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. ἀλέκτωρ. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων είναι ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. renard «αλεπού» από το κύριο όνομα Renart ή το αντίστοιχο νεοελλ. (κυρά) Μάρω «η αλεπού», καθώς και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως Μέμνων για τον γάιδαρο, Καλλίας για τον πίθηκο και Κερδώ πάλι για την αλεπού. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. εξέλιξη στην περίπτωση του ἀλέκτωρ (και του ἀλεκτρυών) είναι ανεπαρκή. Επίσης, κατά το πρότυπο του ἀλέκτωρ σχηματίστηκε και το ἀλεκτρυών, που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την κότα». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό πρόβλημα. Στην Αρχαία Ελληνική για την ονομασία του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με στένωση της σημασίας της, και η λ. ὄρνις, ὁ (και ὄρνις, ἡ «η κότα»), που δήλωνε γενικότερα τη σημασία του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. καλαΐς «κόκορας» και «κότα», από τη σημ. του «καλώ, κραυγάζω» (καλαις < καλαFίς < καλέω
πρβλ. αρχ. ινδ. usā-kala- «κόκορας», ιρλ. cailech «κόκορας» κ.ά.). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. πετεινός από τη σημ. του «πτερωτός, ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «κόκορας». Η ίδια η λ. κόκορας, ορθ. κόκκορας, είναι ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, κατά τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα
ὄρνις» του Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. cerc κ.ά.), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. κόκκος, «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. coccus, από όπου τα γαλλ. coq, αγγλ. cock κ.ά. Στην ίδια ηχομιμητική τάξη λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. κόκκυ (λατ. coco, πρβλ. και «ὄρνις κοκκυβόας» ή «κοκκοβόας») που δήλωνε, μεταξύ άλλων, την κραυγή του κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «κόκορας», η σημ. λ. κότα, ορθ. κόττα, ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. κόττος ή κοττός, που από τη σημ. «λοφίο» εξελίχθηκε στη σημ. «κόκορας». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την πληροφορία: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. πρόκοττα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτοριδεύς, ἀλεκτορίς, ἀλεκτορίσκος
αρχ.-μσν.
ἀλεκτόρειος
μσν.
ἀλεκτόριν
νεοελλ.
αλεκτορίδιο.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλεκτοροφωνία
μσν.
ἀλεκτορομαντεία
νεοελλ.
αλεκτοροειδής, αλεκτορομαχία].
(II)
ἀλέκτωρ (-ορος), η (Α)
(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό κρεβάτι, άγαμη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λέκτρον].
(III)
ἀλέκτωρ (-ορος), ο (AM)
αυτός που έχει νυφικό κρεβάτι, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - αθροιστ. + λέκτρον.

Greek Monotonic

ἀλέκτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ = ἀλεκτρυών, κόκκορας, σε Αισχύλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέκτωρ: [ᾰ] (Α), ορος, ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ ἀλεκτρυών, πετεινός, ἕως ἐβόησεν ἀλ., Βατραχομ. 192· πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 20, Σιμων. 81, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1671, Εὐμ. 861· ὡσαύτ. παρὰ μεταγεν. πεζ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, Συλλ. Ἐπιγρ. 523, 27. ΙΙ. ἀνήρ, σύζυγος, Τζέτζ. Λυκ. 1094 καὶ οὕτως ἴσως ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 730 (ἴσως ὡς τὸ ἀκοίτης, ἄλοχος, ἐκ τοῦ α ἀθροιστ. καὶ λέκτρον).

Chinese

原文音譯:¢lšktwr 阿-累克拖普
詞類次數:名詞(12)
原文字根:不-放置(者)
字義溯源:公雞,雄雞,雞;源自(ἀλέκτωρ)X*=抵擋)。這字僅使用在四福音書中
出現次數:總共(12);太(3);可(4);路(3);約(2)
譯字彙編
1) 雞(12) 太26:34; 太26:74; 太26:75; 可14:30; 可14:68; 可14:72; 可14:72; 路22:34; 路22:60; 路22:61; 約13:38; 約18:27

Mantoulidis Etymological

(=πετεινός). Πιθανόν ἀπό τό α ἀθροιστ. + λέκτρον, ἤ ἀκόμη ἀπό τό ρῆμα ἀλέξω (=ἀπομακρύνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀλέξω.

Léxico de magia

gallo usado en prácticas mágicas como sacrificio ἐπίθυσον αὐτῷ ἀλέκτορα ofrécele un gallo en sacrificio P IV 2371 P XIII 377 P XIII 437 P XIII 438 μετὰ τὴν τελετὴν ζῶντα τὸν ἀλέκτορα ἀνάπτυζε después de la consagración abre en canal al gallo vivo P XII 312 ἔμβαλε τὸ ζῳδάριον ἔσω εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀλεκτόρου mete la piedra grabada en las entrañas del gallo P XII 313 ἐπίθυε δὲ ἐπικαλούμενος λίβανον ἄτμητον ... καὶ ἀλέκτορας ἀσπίλους βʹ durante la invocación quema incienso sin cortar y dos gallos sin mancha P II 25 P XIII 9 de color blanco θῦε δὲ λ<ε>υκὸν ἀλέκτορα ἄσπιλον καὶ ἄλλον ἄφες ofrece en sacrificio un gallo blanco sin mancha y deja otro P XIII 369 P IV 2190 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα toma un gallo enteramente blanco P II 73 ἔχε ἀλέκτορα δίλοφον, ἤτοι λευκόν ἢ ξανθόν, ἀπέχου δὲ μέλανος toma un gallo de doble cresta, blanco o dorado, pero guárdate de uno negro P XII 311

Translations

cock

Afrikaans: haan; Albanian: kokosh, gjel; Amharic: አውራ ዶሮ; Arabic: دِيك‎, ذَكَر‎; Egyptian Arabic: ديك‎, دكر‎; Moroccan Arabic: فروج‎; Tunisian Arabic: سردوك‎; Armenian: աքլոր, աքաղաղ, խորոզ; Asturian: gallu, pitu; Azerbaijani: xoruz; Banjarese: hayam jagau; Bashkir: әтәс; Basque: oilar; Belarusian: пе́вень, пяту́х; Bikol Central: sulog; Breton: kilhog; Bulgarian: пете́л; Burmese: ကြက်ဖ; Catalan: gall; Chamicuro: kayo; Chechen: боргӏал, нӏаьна; Cherokee: ᎠᏨᏯ; Chickasaw: aka̠nakni'; Chinese Cantonese: 雞公, 鸡公; Mandarin: 雄雞, 雄鸡, 公雞, 公鸡; Min Nan: 雞公; Chukchi: ӄԓегтанӈыгатԓе; Chuvash: автан; Crimean Tatar: horaz, qoraz; Czech: kohout; Danish: hane, kok; Dutch: haan; Erzya: атякш; Esperanto: virkoko, kokiĉo; Estonian: kukk, kikas; Ewe: koklotsu; Faroese: hani; Finnish: kukko; Franco-Provençal: jal; French: coq; Friulian: gjal; Galician: galo; Georgian: მამალი; German: Hahn, Go­ckel­hahn; Alemannic German: Hane, Güggel, Guli; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌰; Greek: κόκορας, κοκόρι, αλέκτωρ, αλέκτορας, πετεινός, πετεινάρι; Ancient Greek: ἀλεκτρυών, ἀλέκτωρ; Guaraní: kupyju; Gujarati: કૂકડો; Hebrew: גֶּבֶר‎, שֶׂכְוִי‎; Hindi: मुर्ग़ा, मुरगा, कुक्कुट; Hungarian: kakas; Hunsrik: Haan; Icelandic: hani; Ido: hanulo; Indonesian: jago,ayam jantan, ayam jago; Interlingua: gallo; Irish: coileach; Italian: gallo; Japanese: 雄鳥; Javanese: jago; Kashmiri: کۄکُر‎; Kazakh: әтеш, қораз; Khmer: មាន់ឈ្មោល; Korean: 수탉; Kumyk: хораз, дедукъ; Kurdish Central Kurdish: کەڵەشێر‎, کەلەباب‎; Northern Kurdish: dîk; Southern Kurdish: کڵەشێر‎, کەڵەشێر‎; Kyrgyz: короз; Ladino Hebrew: גאייו‎; Roman: gayo; Lao: ສະກາ; Latgalian: gaiļs; Latin: gallus; Latvian: gailis; Lithuanian: gaidys; Low German: Hahn; Lü: ᦺᦂᧈᦗᦴᧉ; Macedonian: петел; Malay: ayam jantan; Malayalam: പൂവങ്കോഴി; Maltese: serduk, serduq; Manchu: ᠠᠮᡳᠯᠠ; ᠴᠣᡴᠣ; Manx: kellagh; Maore Comorian: kukui; Maori: tame heihei, pīkaokao; Marathi: कोंबडा; Mazanderani: تلا‎; Mi'kmaq: lape'w anim, nape'w anim; Mongolian: эр тахиа; Navajo: naaʼahóóhai bikąʼí; Ngazidja Comorian: kuɗume; Nivkh: арфэӄ; Norwegian: hane; Occitan: gal; Ojibwe: naabese; Old Church Slavonic: кокотъ; Cyrillic: коуръ; Old English: hana; Old Irish: caileach; Oriya: ଗଞ୍ଜା; Oromo: kormaa; Papiamentu: gai; Persian: خروس‎; Plautdietsch: Hon; Polish: kogut; kur anim, kokot; Portuguese: galo; Quechua: k'anka; Romagnol: gal; Romanian: cocoș; Russian: пету́х; ко́чет, пе́вень; Sanskrit: कुक्कुट; Sardinian: pudhu; Scottish Gaelic: coileach; Serbo-Croatian Cyrillic: петао / пијетао, певац / пијевац, хороз; Roman: petao / pijetao, pevac / pijevac, horoz; Sicilian: jaddu, gaddu; Skolt Sami: ååʹreskääʹnn; Slovak: kohút; Slovene: petelin; Sorbian Lower Sorbian: kokot; Spanish: gallo; Swahili: jogoo; Swedish: tupp; Tagalog: rooster, tandang; Tamil: சேவல்; Taos: gòyu’úna; Tashelhit: ⴰⴼⵓⵍⵍⵓⵙ, ⴰⵢⴰⵥⵉⴹ; Telugu: రూస్టర్, కోడిపుంజు; Thai: ไก่ตัวผู้; Turkish: horoz; Turkmen: horaz; Udi: дадал; Ukrainian: пі́вень, ко́гут, ко́кош; Urdu: مرغا‎, خروس‎; Uyghur: خوراز‎; Uzbek: xo'roz; Venetian: gaƚo; Vietnamese: gà trống, con gà trống; Volapük: higok; Walloon: cok; Welsh: ceiliog, ceiliogod; West Frisian: hoanne; Westrobothnian: kank, hahna; Wolof: séq gi; Zazaki: dîk; Zhuang: gaeqboux

unmarried

Albanian: pamartuar; Armenian: չամուսնացած, ամուրի; Assamese: আবিয়ৈ; Belarusian: нежанаты, незамужняя; Bulgarian: неженен, неомъ́жена; Catalan: solter; Chinese Mandarin: 獨身/独身; Czech: svobodný, neženatý, svobodná, nevdaná; Danish: ugift; Dutch: ongehuwd, alleenstaand, ongetrouwd; Finnish: naimaton, vapaa; French: célibataire; Galician: solteiro; Georgian: დაუქორწინებელი, დაუოჯახებელი, დასაოჯახებელი, უცოლო, უქმრო, უცოლშვილო, უქმარშვილო, მარტოხელა, გაუთხოვარი; German: unverheiratet, ledig, solo; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: ανύπαντρος, άγαμος; Ancient Greek: ἀγάμετος, ἀγάμητος, ἀγάμιος, ἄγαμος, ἀγύναικος, ἀγύναιξ, ἀγύναιος, ἀγύνης, ἄγυνος, ἀδέμνιος, ἄζαμος, ἄζευκτος, ἄζευκτος γάμου, ἄζυγος, ἄζυξ, ἀθαλάμευτος, ᾄθεος, ἀΐθεος, ἄλεκτρος, ἀλέκτωρ, ἄλοχος, ἀμοιρόγαμος, ἄνανδρος, ἀνέγγυος, ἀνύμφευτος, ἄνυμφος, ἀπειρόγαμος, ἀπειρολεχής, ἀστεφάνωτος, ἄωρος, ᾔθεος, ἠίθεος, ἠΐθεος; Hungarian: nőtlen, hajadon; Icelandic: ógiftur, ókvæntur; Ido: nemariajata, nemariajita; Irish: neamhphósta, singil; Italian: celibe, nubile; Japanese: 独身, 未婚; Latin: caelebs, innuptus; Macedonian: неоженет, неомажена; Manx: neuphoost, gyn poosey; Maori: takakau, kiritapu; Navajo: bízhą́; Norwegian: ugift; Old English: ǣmettig; Persian: مجرد‎; Plautdietsch: lädich; Polish: nieżonaty, niezamężna, niewydany, niewydana; Portuguese: solteiro; Romanian: necăsătorit, burlac; Russian: неженатый, холостой, незамужняя; Serbo-Croatian Cyrillic: нео̀жењен, не̏уда̄н or не̏уда̄т; Roman: neòženjen, nȅudān or nȅudāt; Slovak: slobodný, neženatý, slobodná, nevydatá; Slovene: neporočen, samski; Spanish: soltero; Swedish: ogift; Telugu: పెళ్ళికాని; Thai: โสด; Ukrainian: нежонатий, незамі́жня; Vietnamese: độc thân