ἀπόχρεμμα

Revision as of 15:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A expectoration, Hp.Loc.Hom.16.

German (Pape)

[Seite 336] τό, der Auswurf beim Husten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχρεμμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἀποχρέμψεως ἐκβαλλόμενον φλέγμα, Ἱππ. 415. 54· «ἀποχρέμματος· ἀποπτύσματος» Ἡσυχ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
expectoración, esputo ἀποχρέμματος ἔτι ἐν τῷ πλεύμονι ἐνεόντος Hp.Loc.Hom.16, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀπόχρεμμα, το (AM)
φτύσμα, φλέμα.