φλέγμα
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
-ατος, τό, (φλέγω)
A flame, fire, heat, Il.21.337.
II Medic.
1 inflammation, heat, Hp.Prog.18, Morb.2.27, Gal.Nat.Fac.2.9.
2 phlegm, one of the four humours in the body, Hdt.4.187, Hp.Nat.Hom.4, Aph.7.54, Phryn.Com. l.c., Thphr. HP 9.11.9; φ. ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκά Pl.Ti.85b, cf. 83c sq.; ἡ χολὴ μέν ἐστι θερμόν, τὸ δὲ φ. ψυχρόν Arist.Pr.862b28, cf. Pl.R. 564b; τὸ πικρὸν φ. Phld.Vit.p.18J.: pl., Pl.Ti.82e; φλέγματα ἁλυκά ib.86e.
3 λευκὸν φλέγμα, a kind of dropsy, anasarca, Hp.Aph.7.75 (but λευκὸν φλέγμα, in the common sense, Pl.Ti.83d, 85a).
4 in Poets, malignant, angry humour, ἄγριον Ἀρχιλόχου φ. AP7.70 (Jul.), cf. 377 (pl., Eryc.).
German (Pape)
[Seite 1290] τό, 1) Brand, Flamme, Hitze, Entzündung; Il. 21, 337; Opp. Hal. 1, 20. – 2) bei den Aerzten von Hippocr. an ein kalter, weißer, zähflüssiger Saft im menschlichen Leibe, den man als Stoff u. Ursache vieler Krankheiten ansah, vielleicht weil am Feuer eingekochte Flüssigkeiten zäh u. schleimartig werden (?), od. weil es als eine Folge innerer Entzündung betrachtet wird, Schleim; auch Her. 4, 187, wie Plat. Tim. 83 c; λευκὸν φλέγμα, Bleichsucht, ib. 85 a u. öfter. – Auch bei Eryc. 11 (VII, 377), ἰάμβων ἄγριον φλέγμα; u. bei Iul. Aeg. 6 (VI, 28), Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε μυρία φλέγματα καὶ μυσαρῶν ἀπλυσίην ἐλέγων, bösartiger, giftiger Schleim, Geifer.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 inflammation, embrasement, combustion;
2 humeur glaireuse, glaire ou pituite, phlegme.
Étymologie: φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
φλέγμα: ατος τό
1 огонь, пожар Hom.;
2 мед. воспаление Anth.;
3 мокрота, слизистое истечение, флегма Her., Plat., Arst.;
4 перен. желчь, раздражение (ἄγριον Ἀρχιλόχου φ. Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φλέγμα: τό, (φλέγω) πῦρ καὶ θερμότης, ἀκριβῶς ὡς τὸ φλόξ. Ἰλ. Φ. 337. ΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ἀπὸ τοῦ Ἱππ. καὶ ἐφεξῆς. 1) φλεγμονή, φλόγωσις ἐσωτερική, Ἱππ. Προγν. 43, πρβλ. ἐν σ. 470. 9, κ. ἀλλ., Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης ἐσωτερικῆς φλογώσεως, «φλέγμα», Λατ. pituita, νοσώδης τις καὶ μυξώδης ὕλη ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ἥτις ἐθεωρεῖτο ὡς ὕλη καὶ αἰτία πολλῶν νοσημάτων, Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Ἀφορ. 1260, κ. ἀλλ., Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 9· φλ. ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκὰ Πλάτ. Τίμ. 85Β, πρβλ. 83C κἑξ.· ἡ χολὴ μέν ἐστι θερμόν, τὸ δὲ φλ. ψυχρὸν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29· ἐν τῷ πληθυντ., Πλάτ. Τίμ. 82Ε, 86Ε· πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ― Οἱ Λατῖνοι ἰατροὶ διετήρησαν τὴν λέξιν flegma ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. 3) λευκὸν φλέγμα, εἶδος ὕδρωπος, anasarca, Ἱππ. Ἀφ. 1259· ἀλλὰ λευκὸν φλ., ἐπὶ τῆς κοινῆς σημασίας, Πλάτ. Τίμ. 83D· πρβλ. λευκοφλεγματίας. 4) συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ χολή, αὐτόθι 82Ε, Πολ. 564Β· ὅθεν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ὡς τὸ χολή, Λατιν. bilis, ἐπὶ κακῆς ἢ πλήρους ὀργῆς διαθέσεως, ἄγριον Ἀρχιλόχου φλ. Ἀνθ. Π. 7. 70, πρβλ. 377.
English (Autenrieth)
ατος (φλέγω): flame, blaze, Il. 21.337†.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν
νεοελλ.
1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι
2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια
μσν.-αρχ.
ένας από τους τέσσερεις χυμούς του σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκά», Πλάτ.)
αρχ.
1. φλόγα
2. εσωτερική φλόγωση, φλεγμονή
3. μτφ. οργή, χολή («ἄγριον Ἀρχιλόχου φλέγμα», Ανθ. Παλ.)
4. φρ. «λευκὸν φλέγμα» — είδος ύδρωπα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε στο ιατρικό λεξιλόγιο και με αυτή τη σημ. την δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. fleuma, flemma) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αρχ. γαλλ. fleume, flaime, γαλλ. flegme, ιταλ. flemma, αγγλ. phlegm].
Greek Monotonic
φλέγμα: -ατος, τό (φλέγω),
I. πυρ, φωτιά, θερμότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. φλεγμονή, φλόγα εσωτερική· επίσης φλέγμα, νοσηρή ουσία, Λατ. pituita, σε Ηρόδ.· σε ποιητές όπως το χολή, χολή, πικρία, σε Ανθ.
Middle Liddell
φλέγμα, ατος, τό, φλέγω
I. flame, fire, heat, Il.
II. inflammation, heat: also phlegm, a morbid humour, Lat. pituita, Hdt.:—in Poets, like χολή, gall, bile, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=φλόγα, οὐσία πού βγαίνει ἀπό τό στόμα ὕστερα ἀπό φλόγωση ἐσωτερική). Ἀπό τό φλέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.