ἡμιονίτης

Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ,    A muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις
(φυτ.) είδος φτέρης.