[νῑ], ου, ὁ, A muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).
ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις(φυτ.) είδος φτέρης.