ημιονηγός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ο (Α ἡμιονηγός)
νεοελλ.
στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης
αρχ.
αυτός που οδηγεί ημίονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + -ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. κυνηγός, χορηγός].