ἀδιαμέριστος
English (LSJ)
ον,
A = ἀδιαίρετος, Sch.A.R.3.1033.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαμέριστος: -ον, ὁ, ἀδιαίρετος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1033.
ον,
A = ἀδιαίρετος, Sch.A.R.3.1033.
ἀδιαμέριστος: -ον, ὁ, ἀδιαίρετος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1033.