ἀδιαμέριστος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ἀδιαμέριστον, = ἀδιαίρετος, Sch.A.R.3.1033.
Spanish (DGE)
-ον
no dividido, sin descuartizar ref. a anim. ofrecidos en sacrificio, Sch.A.R.3.1033b
•no saqueado, no destrozado Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαμέριστος: -ον, ὁ, ἀδιαίρετος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1033.