πολύφορτος

Revision as of 18:14, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ον,    A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1.    2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.

German (Pape)

[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Ggstz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτοςνηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύ-φορτος)].