Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάφορτος

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφορτος Medium diacritics: κατάφορτος Low diacritics: κατάφορτος Capitals: ΚΑΤΑΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: katáphortos Transliteration B: kataphortos Transliteration C: katafortos Beta Code: kata/fortos

English (LSJ)

κατάφορτον, laden with, τινος J. Vit.26.

German (Pape)

[Seite 1389] mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφορτος: -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφορτος, -ον)
φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντίφορτος, έμφορτος].