συνεπικαίω

Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A set on fire together, ἅμα Thphr.CP5.17.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικαίω: ἐπικαίω ὁμοῦ, τινί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17. 6.

Greek Monolingual

Α ἐπικαίω
βάζω φωτιά σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπικαίω
βάζω φωτιά σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.