ἐμπόλιον

Revision as of 17:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A casing for a dowel, ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4, 1054gA6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
arq. funda hecha de dos piezas cúbicas que rodea las clavijas que sujetan los tambores de las columnas ἐμπόλια χαλκᾶ IEleusis 157.4, cf. 20, 24 (IV a.C.), τετρᾶναι ... τοῖς ἐμπολίοις καὶ μολυβδοχοῆσαι ID 104.4a.A.6 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἐμπόλιον, το (Α)
ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους.