προσαρμογή

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαρμογή Medium diacritics: προσαρμογή Low diacritics: προσαρμογή Capitals: ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Transliteration A: prosarmogḗ Transliteration B: prosarmogē Transliteration C: prosarmogi Beta Code: prosarmogh/

English (LSJ)

ἡ, fitting together, στημόνων Inscr.Délos 504 A 9 (pl., iii B.C.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσαρμόζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσαρμόζω, η ακριβής τοποθέτηση ενός αντικειμένου πάνω σε κάτι άλλο, η εφαρμογή (α. «προσαρμογή του πώματος στο μπουκάλι»)
β. «προσαρμογὴ στημόνων», επιγρ.)
2. συνεκδ. στερέωση («η προσαρμογή τών επηνεγκίδων του πλοίου)
νεοελλ.
1. μτφ. α) προσαρμοστικότητα («η προσαρμογή μερικών παιδιών στο σχολείο είναι δύσκολη»)
β) συμφωνία με κάτι ή συμμόρφωση προς κάτι (α. προσαρμογή στο κοινωνικό σύστημα» β. «προσαρμογή στις διατάξεις του νόμου»)
2. βιολ. η διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός, ζώο ή φυτό, καθίσταται οικείος προς το περιβάλλον του και ικανός να διαβιώσει, γεγονός που είναι αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής που δρά στη γενετική ποικιλότητα
2. φυσιολ. η ιδιότητα τών περισσότερων αισθητικών υποδοχέων να αλλάζουν απόκριση όταν δέχονται για αρκετό χρονικό διάστημα ένα συνεχές ερέθισμα, αλλ. εθισμός
3. (ψυχολ.) σύνολο δραστηριοτήτων μέσω τών οποίων το άτομο μεταβάλλει τη συμπεριφορά του έτσι ώστε να εναρμονίζεται με τον καλύτερο τρόπο σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
4. (ηλεκτρολ.) ενέργεια ρύθμισης τών αντιστάσεων και ιδίως τών εμπεδώσεων δύο κυκλωμάτων που πρόκειται να συνδεθούν με τρόπο ώστε το ένα να παρέχει ισχύ στο άλλο
5. φρ. α) «προσαρμογή ακτινωτή»
βιολ. η εξέλιξη μιας ζωικής ή φυτικής ομάδας προς μια ευρεία ποικιλία τύπων, προσαρμοσμένων σε εξειδικευμένους τρόπους ζωής
β) «νόσος προσαρμογής»
ιατρ. νόσος που εμφανίζεται ύστερα από διάφορες επιβαρύνσεις του οργανισμού και αποδίδεται, ελλείψει εμφανούς αιτιολογίας, σε εκτροπή του συνδρόμου προσαρμογής
γ) «σύνδρομο προσαρμογής»
ιατρ. σύνολο μη ειδικών αντιδράσεων του οργανισμού σε διάφορες επιβαρύνσεις, όπως λοιμώξεις, δηλητηριάσεις, κακώσεις, ισχυρές συγκινήσεις κ.ά. που περιλαμβάνει τρεις φάσεις: την αντίδραση συναγερμού, το στάδιο της αντίστασης και το στάδιο της εξάντλησης
δ) «προσαρμογή του οφθαλμού»
φυσιολ. i) η προσαρμογή του διοπτρικού συστήματος του ματιού στην όραση από διαφορετικές αποστάσεις με τη μεταβολή της κυρτότητας του κρυσταλλοειδούς φακού και με την αλλαγή του διαθλαστικού του δείκτη
ii) η προσαρμογή του ματιού στην όραση υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού, που επιτυγχάνεται με την μεταβολή της ευαισθησίας του αμφιβληστροειδούς χιτώνα
ε) «προσαρμογή βολής»
στρ. η κατανομή τών σημείων πτώσεως ή διαρρήξεως βλημμάτων ως προς τον στόχο, η οποία επιτυγχάνεται με τη μετατόπιση του μέσου σημείου συγκέντρωσης.