ἡλιαυγής

Revision as of 23:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (αὐγή)    A gleaming like the sun, EM425.24.

German (Pape)

[Seite 1160] ές, wie die Sonne glänzend, χρυσίον, E. M. 425, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ὡς ὁ ἥλιος, χρυσὸς Ἐτυμ. Μ. 425. 24.

Greek Monolingual

ἡλιαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως ο ήλιοςχρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής].