ἀπολιχμάομαι

Revision as of 14:48, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79.    II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.

German (Pape)

[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.

Spanish (DGE)

chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.

Greek Monolingual

ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.

Greek Monotonic

ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιχμάομαι: слизывать (αἷμα Hom.).

Middle Liddell

Dep. to lick off, αἷμα Il.