ἀπολιχμάομαι
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79.
II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.
Spanish (DGE)
chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
•tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.
German (Pape)
[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολιχμάομαι: слизывать (αἷμα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.
Greek Monolingual
ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.
Greek Monotonic
ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.