χηνοβοσία

Revision as of 10:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A keeping or feeding of geese, Att. acc. to Moer. p.403 P.: pl., Poll.9.16 (misquoting Plato, v. χηνοβωτία).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβοσία: ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «χηνοβοσία Ἀττικοί· χηνοβοσκία Ἕλληνες» Μοῖρις 403, ἔνθα ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η χηνοβοσκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοσία (< -βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο-βοσία].