χηνοβωτία
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ἡ, = χηνοβοσία, Pl.Plt. 264c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.
Russian (Dvoretsky)
χηνοβωτία: ἡ разведение гусей Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.
Greek Monolingual
και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανοβωτία, ὀρφοβοτία].