χηνοβωτία

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβωτία Medium diacritics: χηνοβωτία Low diacritics: χηνοβωτία Capitals: ΧΗΝΟΒΩΤΙΑ
Transliteration A: chēnobōtía Transliteration B: chēnobōtia Transliteration C: chinovotia Beta Code: xhnobwti/a

English (LSJ)

ἡ, = χηνοβοσία, Pl.Plt. 264c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.

Russian (Dvoretsky)

χηνοβωτία:разведение гусей Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.

Greek Monolingual

και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανοβωτία, ὀρφοβοτία].