ἀπονεμητέον

Revision as of 18:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

English (LSJ)

   A one must assign, Arist.EN1165a18.    2 ἀπονεμ-ητέος, α, ον, to be assigned, φρόνησις ἐν -τέοις Zeno Stoic.1.49, Chrysipp.ib.3.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονεμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπονέμω, δεῖ ἀπονέμειν, ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα καὶ ἁρμόττοντα ἀπονεμητέον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 7. 2) ἀπονεμητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἀπονείμῃ τις, Φίλων 1. 56, ὅρα μὴ οὐκ ἄλλη μὲν ἀνδράσιν, ἄλλη δὲ ἐσθὴς ἀπονεμητέα γυναιξὶν Κλήμ. Ἀλ. 234.

Spanish (DGE)

hay que asignar gener. c. ac. y dat. ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα ... ἀπονεμητέον Arist.EN 1165a18, τῷ Θεῷ τινα ἰδιάζουσαν ὑπεροχήν Chrys.M.61.214, σὺν κόσμῳ προσήκοντι τὸ πρέπον ἀ. Isid.Pel.Ep.M.78.1064C, cf. Clem.Al.Strom.7.16.101, Ptol.Iudic.15.8, Aristid.Quint.68.2.

Greek Monotonic

ἀπονεμητέον: ρημ. επίθ. του ἀπονέμω, πρέπει κάποιος να απονείμει, σε Αριστ.