βαθύρρηνος
English (LSJ)
ον, (ῥήν)
A with thick wool, τάπης AP6.250 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύρρηνος: -ον, (ῥὴν) =πυκνόμαλλος, τάπης Ἀνθ. Π. 6. 250.
ον, (ῥήν)
A with thick wool, τάπης AP6.250 (Antiphil.).
βᾰθύρρηνος: -ον, (ῥὴν) =πυκνόμαλλος, τάπης Ἀνθ. Π. 6. 250.